Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ο ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ

Απο τον κώδικά τιμής του Ίκαρου: Είμαι Ίκαρος και με τη βούληση μου θα σέβομαι τους νόμους και τους κανονισμούς της Σχολής. Θα μεριμνώ τον ηθικό, θεωρητικό και αισθητικό μου βίο με επίγνωση, ειλικρίνεια και συνέπεια. Σαν άνθρωπος υπεύθυνος, υπερήφανος κι ελεύθερος, δε θα κάνω ποτέ πράξη ποταπή, γεννημένη από μικρότητα ή φόβο και δε θα ανέχομαι κανέναν μεταξύ των Ικάρων, που δεν πιστεύει σ’ αυτά. ....................... Η Πολεμική Αεροπορία είναι μια υπερβατική δραστηριότητα για να είναι επάγγελμα και μια πολύ υπεύθυνη επιλογή που δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης, για να είναι χόμπι. Απορροφημένος σ’ αυτήν συμμετέχεις οικιοθελώς σε μιαν αξεπέραστη εμπειρία. Είναι ένα παράξενο βίωμα και ίσως μια ιδιάζουσα δράση που εκτυλίσσεται κυρίως στην αθέατη πλευρά του ατόμου. Οι αεροπόροι πετώντας, διακατέχονται από μιαν ενστικτώδη παρόρμηση εντοπισμού των ανθρώπινων ορίων τους, με τη βαθύτερη ίσως πρόθεση να τα επεκτείνουν διαρκώς, αναζητώντας εκεί ένα βελτιωμένο αίσθημα ασφάλειας ή και προστασίας. Έτσι, όσο και να φαίνεται αντιφατικό, περιφρονούν ηθελημένα τη ζωή γιατί πιστεύουν σ’ αυτήν. Ρισκάρουν το παρόν για να δικαιολογήσουν το μέλλον και να αθωώσουν το παρελθόν. Οι αποστάσεις κι ο χρόνος πετώντας έχουν μια διαφορετική χροιά και μιαν αλλιώτικη διάσταση. Εκεί όλα μοιάζουν ακίνδυνα, κάποτε ανήσυχα, δελεαστικά πάντως, μα ταυτόχρονα προσιτά και φιλικά. Τα κοντινά μοιάζουν μάλλον ασήμαντα, τα δε μακρινά αιωρούνται μέσα σε μια πλέουσα αβέβαιη ατμόσφαιρα. Η εναλλαγή των παραστάσεων και των χρωμάτων, άλλοτε ιλιγγιώδης και άλλοτε γαλήνια θελκτική, παραλλάσσεται ωθώντας σε μια καθολική αισθητική ετοιμότητα. Υπάρχει μια τρομακτική δύναμη σ’ αυτό το παντοδύναμο και ατίθασο σιδερικό που λέγεται μαχητικό αεροπλάνο. Και γίνεσαι ένα μ’ αυτό. Είναι ένα ολόκληρο εργοστάσιο υψηλής τεχνολογίας που ημερεύει στα χέρια σου. Ταυτόχρονα όλα τούτα μοιάζουνε εγκλωβισμένα σ’ ένα αρμονικό ουράνιο περιβάλλον, γεμάτο χρώματα και απεραντοσύνη. Ο ήλιος, χρυσωμένος στο λυκαυγές και ματωμένος στο δείλι, αφήνει ένα ανεξίτηλο ρομαντικό αποτύπωμα. Ο άνθρωπος εκεί, υπέρμετρα ευέλικτος και ισχυρός, βουτηγμένος στο έλεος του αδιάκοπου κενού, των ποικίλων φωτεινών μεταπτώσεων και του κάλλους της επιφάνειας της γήινης σφαίρας, μπολιάζεται σταδιακά και αμετάκλητα με αισθητική ευαισθησία και με βαθιά υπαρξιακή ωριμότητα. ............................ Στα σύνορα του διαστήματος Τη Δύναμή μου στα Χέρια επήρα- Και κόντρα στον Κόσμο επήγα- Δεν ήταν πολλή –όση του Δαυίδ- Μα ήμουν εγώ –διπλά τολμηρός…... Emily Dickinson Καθώς το επόμενο πρωινό οριζοντίωσα το αεροπλάνο μου στα τριάντα πέντε χιλιάδες πόδια, πέρασαν από το νου μου αστραπιαία τα επιτεύγματα της τεχνολογίας που με έφεραν ως εκεί και η ανθρώπινη εμπειρία αιώνων, το πανάρχαιο ευλογημένο φορτίο της ανθρώπινης εξέλιξης. Πετώντας στο ύψος αυτό ένιωθα τελείως απομακρυσμένος από τον συνήθη κόσμο και προσαρμοσμένος καθώς ήμουν στις απαιτήσεις της πτήσης είχα παραιτηθεί τελείως από την ελευθερία των φυσικών μου κινήσεων. Η αυστηρότητα των διαδικασιών και των τεχνικών παραμέτρων που με περιόριζε, με προστάτευε, κι αυτή η προστασία με έκανε να νιώθω μια μεγάλη απελευθέρωση. Έτσι, εξελισσόταν η πτήση με τάξη απέναντι στη σύγχυση και το χάος του χώρου που με περιέκλειε. Το εμπόδιο του απείρου χώρου γύρω, μου υπενθύμιζε διαρκώς τα πεπερασμένα όριά μου, κάτι που προσέκρουε και αντιπαλευόταν την ελευθερία της παραγωγικής μου σκέψης. Αλλά όμως, όσο και να φαίνεται παράξενο, η ρευστότητα των εξωτερικών συνθηκών και των ανθρώπινων διαθέσεων, σε συνδυασμό με τη σαφήνεια του πλαισίου δράσης και το δογματισμό των διαδικασιών, παρήγαγαν διαρκώς μια καθαρή πρωτοτυπία, κάτι σαν προσωπικό ύφος, που εκδηλωνόταν ανεμπόδιστα και με απόλυτη καθαρότητα ως μια εφαρμοσμένη αισθητική, κάτι δηλαδή παρόμοιο με Τέχνη. Κάθε κίνησή μου άφηνε μοιραία ένα ίχνος ύφους, διαφορετικό κάθε φορά, ικανό να κυριαρχήσει πάνω στους στόχους της αποστολής, το δε επιθυμητό αίσθημα σιγουριάς να παράγεται διαρκώς σ’ έναν χώρο που έτσι κι αλλιώς αιωρείται έξω και πάνω από την συμβατική πραγματικότητα. Είναι γνωστό πως κανείς δεν μπορεί να προσεγγίσει το τέλειο σε σχέση με τις θεωρητικές απαιτήσεις μιας αποστολής ενός σύγχρονου μαχητικού αεροσκάφους, όσο καλός επαγγελματίας κι αν είναι, όσες σχετικές δεξιότητες κι αν κατέχει. Κανείς επίσης δεν μπορεί να «εκμεταλλευτεί» εκατό τοις εκατό τις δυνατότητες του αεροσκάφους του. Υπάρχει πάντα ένα έλλειμμα απόδοσης, μια υστέρηση, που δημιουργεί την ανάγκη οριακότητας στις δράσεις κι αυτό είναι το βασικό αίτιο που παράγει το ύφος. Ο χειρισμός εξάλλου του φόβου όπως και άλλων ανθρώπινων εσωτερικών περιοριστικών καταστάσεων, σε συνδυασμό με την απαίτηση για ακρίβεια και αποτελεσματικότητα της αποστολής, είναι συνθήκες που παράγουν επίσης ύφος. Τα πράγματα, λοιπόν, εκεί δεν είναι ποτέ βιώσιμα και ικανοποιητικά αλλά είναι συνήθως ακραία, μιας κι οι αεροπόροι θεωρούν ακόμα και το ενδεχόμενο του θάνατό τους ως αφορμή μόνο για ζωή. Υπάρχει πάντα μια άτυπη επίγνωση ανορθολογισμού που δεσπόζει και διαποτίζει βαθιά τη συμπεριφορά τους και την ουσία των σιωπηλών πράξεών τους. Σε κάθε στιγμή σαν αντίβαρο, περιβάλλονται από ένα σύστημα αξιών το οποίο ίσως δεν έχει άλλο σκοπό από τη συγκάλυψη και τον περιορισμό του ανορθολογισμού πάνω στον οποίο βασίζεται η εναέρια εμπειρία της ζωής τους. Σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες του χάους που ενυπάρχει γύρω τους, η καρδιά τους πάντα τους ξεπερνά και τονώνει μια διαρκή αίσθηση διάσωσης μέσα τους, μ’ ένα φευγαλέο κύμα από υποσχέσεις και άσυλα να τους στηρίζει, ενώ στην ουσία τους γεύεται και τους παγιδεύει το άπειρο. Με τούτα και με κείνα και νιώθοντας πως χασομέρησα με νοητικά παιχνίδια παραπάνω από το κανονικό, επανέφερα γρήγορα την προσοχή μου στην πτήση που εξελισσόταν και στην αποστολή της μέρας που δεν ήταν άλλη από τη δοκιμή του αεροσκάφους, για να το αποδώσω στη γραμμή πτήσεων της Μοίρας ασφαλές, μετά από μια εκτεταμένη περιοδική τεχνική επιθεώρηση που είχε υποστεί στο έδαφος. Στην επιθεώρηση αυτή το αεροπλάνο ήταν καθηλωμένο για ένα μήνα στο υπόστεγο συντήρησης: είχαν αντικατασταθεί μηχανικά κομμάτια που προσέγγιζαν το επιτρεπτό χρονικό όριο πτήσεων και άλλα που είχαν φθαρεί. Είχαν ελεγχθεί εξονυχιστικά όλα τα λειτουργικά συστήματα και οι συσκευές και είχαν επιθεωρηθεί με μεγάλη λεπτομέρεια οι δυο κινητήρες. Ακόμα, είχαν γίνει ακτινογραφίες μετάλλων στα προβλεπόμενα ευαίσθητα σημεία για ύπαρξη ρωγμών ή υπερβολικών κοπώσεων των επίμαχων αυτών επιφανειών. Είχα απογειωθεί πριν από οκτώ λεπτά από το αεροδρόμιο Ανδραβίδας και μετά από μια ταχεία άνοδο με γωνία εξήντα πέντε μοιρών, αναρριχήθηκα, μέσα σε χρόνο πέντε περίπου λεπτών, στα τριάντα πέντε χιλιάδες πόδια, κατευθυνόμενος προς την περιοχή δοκιμών, δυτικά της Ζακύνθου, βαθιά μέσα στο Ιόνιο πέλαγος. Επειδή το ύψος αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο ύψος πτήσης, ένιωσα την ανάγκη να διαθέσω μερικά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστώ με τις συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος χώρου και να αισθανθώ πιο άνετα. Υπήρχε απόλυτη νηνεμία εκεί, ο αέρας ήταν πολύ χαμηλής πυκνότητας σε σχέση με τον αέρα της επιφάνειας του εδάφους και η απουσία νεφών έδινε την δυνατότητα να ατενίσει κανείς τον ευρύ ορίζοντα και την καμπυλότητα της γης που άρχιζε ήδη χαρακτηριστικά να ανατέλλει. Διέθεσα λοιπόν δυο ανάσες χρόνο για ψυχολογική προετοιμασία κι αμέσως μετά κατέγραψα ενδείξεις και στοιχεία του αεροσκάφους που έπρεπε να ελεγχθούν και προετοιμάστηκα για τα επόμενα βήματα της δοκιμής. Δεν υπήρχε άλλωστε πολύς χρόνος στη διάθεσή μου μιας και οι δοκιμές γίνονταν πάντα με τα ελάχιστα δυνατά καύσιμα, όσα δηλαδή χρειάζονταν για μια πτήση διάρκειας όχι μεγαλύτερης των πενήντα λεπτών της ώρας. Και τούτο γιατί έπρεπε το αεροπλάνο να είναι τελείως ξεφορτωμένο από εξωτερικά φορτία, «καθαρό» όπως συνήθιζαν να λένε, για να είναι ευέλικτο και να μην επηρεάζεται από περιττές δυνάμεις οπισθέλκουσας. Σπρώχνοντας τους μοχλούς ισχύος τελείως μπροστά στη θέση «άφτερμπερνερ», τα σιδερένια βλέφαρα της μετάκαυσης, στο πίσω μέρος των κινητήρων, άνοιξαν διάπλατα ξεχύνοντας φωτιά, ορυμαγδό και μια τεράστια ώθηση προς τα μπρος. Στο βήμα αυτό της δοκιμής έπρεπε να επιταχυνθώ ως τα δύο «Μαχ», μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια, για να ελεγχθεί η αντοχή του αεροσκάφους στις μέγιστες επιτρεπόμενες ταχύτητες και η απόδοση των κινητήρων από πλευρά λειτουργίας και δυνατότητας επιτάχυνσης. Έμενα σταθερά στο ύψος των τριάντα πέντε χιλιάδων ποδών παρακολουθώντας την εξέλιξη της επιτάχυνσης προς τα δύο «Μαχ», καθώς διέσχιζα με δυτική πορεία τον επιβλητικό χώρο που με περιέβαλε, κινούμενος με μιαν απαλότητα σιωπηλή και αποφασιστική, αν και η φυσιολογική αναταραχή στο νου δεν ήταν υποδεέστερη από την αγωνία του κορμιού κι από την ετοιμότητα των αισθήσεών μου. Κυριευμένος από μιαν αργή και συνετή σβελτοσύνη είχα πλήρη αντίληψη της υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων μου και των κινδύνων που καραδοκούσαν. Εκτελούσα μετρημένες κινήσεις προσπαθώντας να αντλήσω από την περίσσια δύναμης μέσα του, έτσι ώστε να είμαι ήρεμος και να ελέγχω με έναν σίγουρο και ασφαλή τρόπο την εξέλιξη της πτήσης μου. Μετά τα μηδέν ενενήντα τέσσερα «Mαχ» το αεροσκάφος αναπήδησε αθόρυβα στα ένα κόμμα δύο χωρίς να με προβληματίσει ιδιαίτερα ή να με δυσκολέψει, κι από κει με μια σταθερή επιτάχυνση προσέγγισα σχετικά γρήγορα τα ένα κόμμα πέντε «Mαχ». Μετά τα ένα κόμμα οκτώ ένοιωσα πως το σκάφος μου ανέκοψε το ρυθμό επιτάχυνσης, σα να σκόνταψε για λίγο, λες και είχε φτάσει στο χείλος του κόσμου κι ετοιμαζότανε να γκρεμιστεί στο κενό. Μ’ ένα μουγκρισμό αγριωπό η μετάκαυση ανέλαβε τα υπόλοιπα ωθώντας το δείκτη «Mαχ» να αγγίξει μέσα στο επόμενο λεπτό την ένδειξη δύο, δείχνοντας πως θα μπορούσε να προχωρήσει κι ακόμα περισσότερο από κει. Έτρεχα εκείνη τη στιγμή με ταχύτητα διπλάσια της ταχύτητας του ήχου, φάτσα στον ανοιχτό ουρανό και παρότι ένιωθα την υπερένταση της στιγμής να μου κουρσεύει το νου, το λαμπερό φως και το αχανές διάστημα μου έδιναν την αίσθηση της ακινησίας. Με μια τέτοια ταχύτητα που πετούσα είχα ήδη απομακρυνθεί δυτικά από το αεροδρόμιο στα ογδόντα μίλια, καθώς ήδη έτρεχα με ρυθμό είκοσι δύο μιλίων το λεπτό (σχεδόν εφτακόσια μέτρα το δευτερόλεπτο) κι η εκτέλεση στροφής για επιστροφή, σ’ αυτές τις ταχύτητες, ήταν μια πολύ δύσκολη υπόθεση καθώς χρειαζόταν μεγάλη μυϊκή δύναμη και πολύ καλή τεχνική. Ανέστειλα για λίγα δευτερόλεπτα την ένταση μέσα μου, χαλαρώνοντας το κορμί μου κι αμέσως μετά ξαναμπήκα σε μια νέα ετοιμότητα που προετοίμασε τα εσωτερικά ζωτικά μου όργανα να ανεχθούν τα φορτία της επόμενης κίνησης. Τράβηξα το χειριστήριο αποφασιστικά προς τα πίσω, στρέφοντας ταυτόχρονα αριστερά με μια κλίση σαράντα πέντε μοιρών για να παραμείνω στα όρια της περιοχής δοκιμών κι έτσι άρχισα να ανεβαίνω γοργά στο επόμενο σκαλοπάτι των σαράντα οκτώ χιλιάδων ποδών, που ήταν και η μέγιστη επιτρεπόμενη οροφή πτήσεων για το συγκεκριμένο αεροσκάφος. Στο λαβύρινθο τούτο τόπο συνειδητοποίησα γρήγορα πως ήμουν τελείως μόνος και πως τίποτα δε θα μπορούσε να κάνει κανείς για μένα εκεί. Με συνακόλουθα συναισθήματα οχυρώθηκα με την ερημιά μου δοκιμάζοντας αυτόβουλα αυτήν την οριακή εμπειρία, στο απόγειο του ενεργειακού και συναισθηματικού μου παροξυσμού, γεμάτος χαρά και ευεξία, κι είχα όλο το χώρο μπροστά μου να κινηθώ, να κάνω λάθος, να κάνω το σωστό, να ηρεμήσω, μιαν ανάσα από το να κερδίσω ή να χάσω, να ποικίλει η ζωή μου χωρίς τον κίνδυνο να φτάσω κάπου και να βαρεθώ. Ταξιδεύοντας πάνω σ’ ένα άναστρο τίποτα με την αλληλουχία των σκέψεων αυτών και με το πρόσωπο πετρωμένο στα χαρακτηριστικά του πείσματος, το αεροπλάνο έφτασε γρήγορα, ξεπνοημένο από ενεργειακή επάρκεια, στα σαράντα οχτώ χιλιάδες ποδάρια. Κοιτάζοντας του ουρανού τριγύρω τις ομορφιές αναλογίστηκα ως που άραγε είχα τη δύναμη να φτάσω. Οι συναρπαστικές αυτές λεπτομέρειες της «δουλειάς» με έκαναν συχνά να ενεργώ σαν η κάθε τέτοια στιγμή να ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να αισθανθώ πως έχω υπάρξει πραγματικά, μια εξαιρετική στιγμή να ξαναθέσω σε μιαν αρμονική λειτουργία όλα αυτά τα λήγοντα ζωτικά μου όργανα που με συγκροτούσαν. Έκανα γρήγορα τους ελέγχους της πτήσης στο ύψος των σαράντα οκτώ χιλιάδων ποδών κατατρώγοντας με τα μάτια το απέραντο γαλάζιο τριγύρω και χωρίς δισταγμό, η σκέψη μου κυριεύτηκε πάλι από τη συνήθη λαχτάρα για υπέρβαση ορίων, παρότι ήξερα πολύ καλά πως η ύλη δε νιώθει απ’ αστεία κι είναι πάντα γεμάτη από τραγική σοβαρότητα. Ψηλότερα δεν επιτρεπόταν να ανέβω και κάτι τέτοιο θα ‘ταν μια σκέτη αποκοτιά, μιας και δεν ήμουν εξοπλισμένος με την κατάλληλη διαστημική ενδυμασία που θα με προστάτευε στο ενδεχόμενο που θα έχανα τη συμπίεση της καμπίνας χειριστού ή αν έσπαζε η διάφανη καλύπτρα του αεροσκάφους που με περιέκλειε. Έτσι κι αλλιώς, πετώντας πάνω από το ύψος αυτό θα ήμουν εκτός των προβλεπόμενων ορίων κι ο θανάσιμος τραυματισμός μου καραδοκούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή από τη μεγάλη διαφορική πίεση, αν κάτι πήγαινε στραβά. Απορροφημένος αθόρυβα για λίγο από τη γαλήνη, κοίταξα πάλι ψηλότερα: μια ακραία για τον άνθρωπο ζώνη, ευδιάκριτη ως εκείνη την ώρα μόνο από τα όρια του νου ή της φαντασίας, μια ζώνη παράξενη, κάπως απόκοσμη, απειλητική μα ταυτόχρονα ελκυστική και γαλήνια απλωνόταν και με καλούσε επίμονα. Όλες οι άμυνές μου, που εξωτερικεύτηκαν με ιδρώτα και ανατριχίλα, αισθάνθηκα να δοκιμάζονται. Κοίταξα πάλι ψηλά. Το ανοιχτό παράθυρο αντίκρυ στην Ανατολή κάτω από τον κυκλώπειο θόλο με το ξεπλυμένο γαλάζιο και τις χαίνουσες κόχες, με καλούσε όλο και πιο δυνατά. Με τα μάτια σφηνωμένα στο κενό και έχοντας βαθύτατη επίγνωση της σοβαρότητας της στιγμής, σκέφτηκα πως είχα διορία μόλις πέντ’ έξη λεπτών ακόμα γι αυτήν την αποκοτιά, λόγω περιορισμένων καυσίμων. Σαν ένας κλασικός αεροπόρος μαχητικών που εμπιστεύεται πάντοτε το αεροπλάνο του, όσο κακότεχνο και προβληματικό κι αν είναι, που βασίζεται πάντοτε στη νοητική διεργασία της στιγμής, απότοκο της μπολιασμένης σοφίας από τις συναρπαστικές λεπτομέρειες της εμπειρίας του, όσο επιπόλαια κι αν μπορεί να χαρακτηριστεί, άφησα τον εαυτό μου να τολμήσει με στοιχεία και κίνητρα πρωτόγνωρα μέσα μου, προβληματισμένος περισσότερο για το σώμα μου, καθώς αναλογιζόμουν τον κίνδυνο και λιγότερο για την ψυχή μου. Από κάποιο καπρίτσιο της τύχης αισθάνθηκα κείνη την ώρα μια μεγάλη σιγουριά και πως μπορώ με ασφάλεια να τολμήσω, παρόρμηση ιδωμένη φυσική και σύμφυτη με τα δίκαια της «δουλειάς» μου, αν και δεν έπαυε να με δεσμεύει υποδόρια ένα πειθαρχημένο παρελθόν, κάποιες έγκυρες γνώσεις, οι επιγνώσεις μου κι οι κατασταλαγμένες από καιρό συνήθειές μου. Αντέχοντας λίγο νευρικά τον χρόνο που περνούσε, άκουσα μια επίμονη φωνή βαθειά μέσα μου που με καλούσε να συνεχίσω. Χωρίς δύναμη να αντισταθώ, με την προσοχή μου στραμμένη μπροστά, έσπρωξα πάλι τους μοχλούς ισχύος στη θέση «μετάκαυση» και τράβηξα αποφασιστικά το χειριστήριο προς τα πίσω. Τα μέταλλα του σκάφους γκρινιάξανε λίγο με τριγμούς και οι κινητήρες ζουζουνίσανε παράξενα από την έλλειψη οξυγόνου, σπρωγμένοι να δουλεύουνε στα όρια της αντοχής τους. Μέσα στον αραιό αέρα λαχανιάζανε δύστροπα λες κι ήσαν ψάρι που βρέθηκε έξω απ’ το ζωογόνο νερό του. Ο ήλιος χλωμός και δίχως αχτίδες ξέχυνε μια μολυβένια αίσθηση μέσα σ’ ένα παράδοξα αβέβαιο φως, που σταδιακά λιγόστευε κι άφηνε μια διάχυτη σκοτεινιά να καλύπτει τα πάντα τριγύρω. Αισθάνθηκα μια οριακή μελαγχολία να με κυριεύει. Όσο εισχωρούσα μέσα στο αφιλόξενο διάστημα, οι κινητήρες αγκομαχούσαν όλο και περισσότερο και πειθαρχούσαν απρόθυμα και νωθρά στις απαιτήσεις της θέσης των μοχλών ισχύος, που ενεργοποιούσαν ανάλογα τις βαλβίδες έκχυσης της πολύτιμης κηροζίνης. Έδειχναν έναν κλονισμό βάναυσο να τους εμποδίζει να συνεχίσουν ψηλότερα, μη και στερέψει το οξυγόνο που κρατούσε ζωντανή την καύση μέσα τους και χάσουν τελείως τη δύναμή τους. Με ερεθισμένες αισθήσεις από το αφιλόξενο περιβάλλον και το ξεχείλισμα της καρδιάς μου, κι ενώ το φως είχε λιγοστέψει σα να ‘τανε σούρουπο, ένιωσα το σκάφος λυγισμένο από την ανημποριά να συνεχίσει να αναρριχάται, γυμνό στο κενό, έτοιμο να παλαντζάρει από την έλλειψη στήριξης, με ένα ελαφρύ τρέμουλο που έδειχνε τις περιορισμένες αντοχές του και με μια ανατριχίλα που το διαπερνούσε σύγκορμα. Το αεροπλάνο στα πενήντα εφτά χιλιάδες πόδια και κάτι, που κατάφερε να φτάσει, έμενε ασταθές σα να ‘ταν κρεμασμένο σ’ αυτήν την ανατριχιαστική θέση, με ανασηκωμένο το ρύγχος, αργό, παραδομένο στο κενό μισοτρεκλίζοντας σαν τσόφλι. Αισθάνθηκα προς στιγμήν αναστατωμένος κι υπερήφανος σαν ένας πρωτοπόρος εξερευνητής του αγνώστου. Είχα την αίσθηση πως αιωρούμαι και πως δεν μπορώ να βαστηχτώ για να στηριχτώ από κάπου. Με τα μάτια διάπλατα αντίκρισα αριστερά στο βάθος τη χιονισμένη κορφή του Ολύμπου που οι αχτίδες του ήλιου τσακίζονταν πάνω της, σαν ένα ζαχαρωτό φωτισμένο με νέον, καθισμένο πάνω σ’ ένα εκτεταμένο στρώμα μουντής αχλής που ξεχυνόταν ως πέρα στα Βαλκάνια. Μετά δεξιά, στο μακρινό ορίζοντα, στεφάνωναν ευδιάκριτα το Λιβυκό Πέλαγος οι κορφές των Λευκών Όρεων και του Ψηλορείτη της Κρήτης. Η απλωσιά εκεί πάνω ήταν ατερμάτιστη, η αίσθηση απόκοσμη κι οτιδήποτε λιγότερο έμοιαζε τελείως ασήμαντο στο νου, μιας κι η κλίμακα των πραγμάτων ήταν πολύ παράξενη εδώ. Γεμάτος άγρια περιφρόνηση για οτιδήποτε κακό, ένιωσα την πείρα των τελευταίων λεπτών να μου πλαταίνει τη γνώση και μιαν εμπιστοσύνη, κάτι σαν θερμή πνοή που με έκανε να νιώθω τον εαυτό μου πιο πλούσιο και πιο ικανό να αντιμετωπίσει το κάθε ενδεχόμενο. Με νηφαλιότητα που παρέμενε αμείωτη, κυριευμένος από ευδαιμονία αρκαδική και με το νου εύρωστο, ξεκίνησα αργά-αργά (σα να μην ήθελα να αποχωριστώ την κορυφή της τόλμης μου) μια ρηχή κάθοδο επιστροφής, υποχωρώντας κατά βάθος μπρος στην ανελέητη ειλικρίνεια της δύναμης που κυβερνά τη φύση. Ήτανε λάδι που ανάσαινε λαμποκοπώντας η θάλασσα πλάι μου, καθώς εισχωρούσα κατερχόμενος στην ασφάλεια και τη θαλπωρή της τροπόσφαιρας και το λιώσιμο της συμπύκνωσης των υδρατμών γέμιζε το «κόκπιτ» χαρούμενα σταγονίδια νερού, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο, ενώ οι μηχανές γουργουρίζανε εύηχα γεμάτες ζωντάνια από το αναπάντεχο περίσσευμα οξυγόνου που τους χαριζότανε. Καθώς περνούσα το ύψος των είκοσι χιλιάδων ποδών με ανατολική πορεία, ο άνεμος είχε ρίξει όλο το βάρος του απ’ αριστερά προκαλώντας κάποιες στιγμιαίες αναταράξεις, ευεργετική έκφραση του ουρανού που ήθελε να αφήνει ένα αόρατο ίχνος, αν κι αυτό μπορεί να ονομαστεί παραστατικά ως «σημάδι ύπαρξης ενός εκτεταμένου μαξιλαριού», σαν χαλί απλωμένο, ταγμένο να καθησυχάζει στηρίζοντας τους ιπταμένους σε ώρες δύσκολες. Έχοντας το αεροδρόμιο Ανδραβίδας στα όρια του οπτικού μου πεδίου πετούσα τώρα ξέγνοιαστος πάνω από έναν πιο φιλόξενο κόσμο, με μιαν ανεπαίσθητη μελαγχολία παρούσα, καθώς η αίσθηση της υπέρβασης που είχε προηγηθεί, κρατούσε ακόμα ατόφια κι ολοζώντανη, στο κέντρο των αισθήσεών μου. Η θελκτική έλξη του ουρανού, ένα διαρκές μουρμουρητό σε αρμονική ελάσσονα, οι κιονοστοιχίες φωτός σε μιαν ατέρμονη μεταμόρφωση, εικόνες που εναλλάσσονται και ρέουν ασταμάτητα, οι πολυεπίπεδες διαθλάσεις που δεσπόζουν σε μίλια ολάκερα μακριά, ματιές αποτυπωμένες στο νου, τα αλλόκοτα τοπία κι οι εξώτερες ασυνήθιστες λάμψεις, τα δονούμενα οστά και τα καταπιεσμένα σπλάχνα, το στομάχι που μυρμηγκιάζει με αδένες γεμάτους εξάντληση, μυστήριες δέσμες διανυσμάτων και ακολουθίες αριθμών, η βαθιά συγκίνηση, το φως που επανέρχεται μετά την σκοτοδίνη που προκαλεί η επίδραση των “G”, οι φλέβες του κροτάφου στα όριά τους στο αποκορύφωμα της δυναμικής ενέργειας, εύθραυστες σαν περγαμηνή, οι ακραίοι ελιγμοί που στην εξέλιξή τους αποκομίζουν μιαν αίσθηση ποιητικής σύνθεσης, κάτι σαν την Δέκατη Ελεγεία του Ρίλκε, όλα αυτά ένα πεπρωμένο που δεν θέλει να προδοθεί, δε θέλει να λιώσει τα ιδανικά του για να βυθιστεί μέσα σ’ έναν απεχθή μικροαστισμό που ντύνει με τη γκρίζα στολή του συμβιβασμού τους ανθρώπους του πλήθους, να εκτίσουν έτσι την ποινή μιας άνοστης ουδετερότητας. Ένα λευκό συννεφάκι επέπλεε τώρα πάνω στο σκούρο μπλε του πηχτού βάθους του θαλασσινού νερού αριστερά μου, βαθιά στο πέλαγος, καμιά εικοσαριά μίλια δυτικά του νησιού της Ζακύνθου, ενώ ο θόρυβος των κινητήρων βούλιαζε και χανόταν μέσα στ’ αυτιά μου, που τα αισθανόμουν βουλωμένα, εξ αιτίας της μεταβολής συμπίεσης της καμπίνας διακυβέρνησης, μαζί με τη μεταβολή του ύψους πτήσης του αεροπλάνου, καθώς κινιόταν γοργά σε χαμηλότερα επίπεδα πλεύσης. Η ανάσα μου ήταν ήρεμη, στο ρυθμό της καρδιάς κι αισθανόμουν σα να περιφέρομαι άσκοπα, αν και ήταν σαφής ο προορισμός μου, τα δε χρονικά περιθώρια για να προσγειωθώ ήσαν οριακά περιορισμένα. Η βελόνα ένδειξης ποσότητας καυσίμων, άλλωστε, είχε αγγίξει ήδη το ελάχιστο όριο και οι δυο αδηφάγοι κινητήρες έκαιγαν προ πολλού από τα εφεδρικά αποθέματά τους. Ο αέρας που έθρεφε την καύση τους ήταν τώρα πυκνός με πλούσιο οξυγόνο κι η λαιμαργία τους για κηροζίνη θα ‘ταν ως και τριπλάσια απ’ ότι ήταν πριν, όταν πετούσαν σε μεγαλύτερα ύψη. Το βλέμμα μου πέρασε βιαστικά πάνω από το μισοβυθισμένο ναυάγιο, στα δυτικά παράλια της Ζακύνθου κι οι καφετιοί σκυθρωποί άνυδροι τόποι της παρακείμενης στεριάς έρεαν προς τα πίσω με οξειδωμένη θωριά, εκτεθειμένοι στο λιοπύρι του ζεστού μεσημεριού. Το αεροπλάνο καβαλικεύοντας την ακτή άφησε την αιλουροειδή σκιά του να τρέξει πάνω στα ξερόχορτα των λοφίσκων του νησιού δίνοντας την εντύπωση μιας γρηγορότερης πλεύσης. Οι ως πριν λίγο ασημαντότητες της γήινης επιφάνειας απέκτησαν νόημα κι ένα σωρό λεπτομέρειες εμφανίστηκαν ξανά: δένδρα, σπιτάκια μοναχικά, οικιστικά συγκροτήματα και περίτεχνες πολεοδομικές συνθέσεις, διάσπαρτοι ελαιώνες και υποδειγματικά αγροκτήματα, άνθρωποι στο ελάχιστο μέγεθος μιας κουκίδας, δαντελωτές ακτές, πλοιάρια ποικίλων τύπων και μεγέθους, που ταξίδευαν σε διαφορετικούς προορισμούς από διαφορετικές αφετηρίες, κι άλλες επίγειες λεπτομέρειες που άξιζε να παρατηρεί κανείς από ψηλά. Σε αντίθεση μ’ όλα αυτά ο ουρανός από πάνω έδινε τώρα την εντύπωση πως κοιμάται. Ένιωθα ένας ευτυχισμένος άνθρωπος πετώντας και τυχερός που μπόρεσα να ανταποκριθώ στο γνέψιμο της μοίρας, όταν αυτή με κάλεσε για πρώτη φορά να γίνω αεροπόρος. Είχα αισθανθεί τότε έγκαιρα τον κραδασμό που συνεπαίρνει και παρηγορεί τα άτομα που έχουν το προνόμιο να απολαμβάνουν τις χαρές της πτήσης και να γέρνουν τα μάτια τους, με μια ανανεωμένη πάντα ματιά, πάνω από τον οικείο και φιλικό τους κόσμο. Στη μοναχική πορεία μου, ακολούθησα πιστά τις ρίζες της βίαιης καταγωγής μου κι αφουγκράστηκα συνειδητά τον απόηχο της κληρονομημένης προσταγής για διαρκή εξέλιξη και περιπέτεια, μπλεγμένος μες του εσώτερου γίγνεσθαι τ’ απλωμένα πλοκάμια, στο ακαταλάγιαστο αγριοτόπι της ψυχής. Μετά από πολλές δυσκολίες και αναποδιές μπορούσα τώρα πια να αισθάνομαι μέλος μιας τρυφερής ράτσας ανθρώπων που ‘χουν μια στερεή βούληση και τις επιθυμίες τους καλά δαμασμένες. Οι σκιές τώρα στο μυαλό μου από τις σκοτούρες της περίπλοκης αποστολής είχαν τελείως εξαφανιστεί καθώς πλησίαζα ανακουφισμένος το κέντρο του αεροδρομίου σε ύψος δυο χιλιάδων πεντακοσίων ποδών, ακολουθώντας τις κανονικές εναέριες διαδρομές που οδηγούσαν τα αεροπλάνα στο κατώφλι της στενής λωρίδας ασφάλτου που λεγόταν διάδρομος αποπροσγειώσεων. Μετά την προσγείωση καθώς τροχοδρομούσα με ανάσα σαν του πουλιού και ήρεμη όψη, για τη θέση στάθμευσης, άγγιζα με σβελτάδα τα πλήκτρα, τους διακόπτες και τα κουμπιά που προβλεπόταν να απενεργοποιήσω. Ζεστοκαθισμένος στο περίπλοκο εκτινασσόμενο μεταλλικό κάθισμα της «Μάρτιν Μπέικερ», βιαζόμουν να ολοκληρώσω όλες τις αναγκαίες διευθετήσεις του «κόκπιτ», για να βρεθώ και πάλι να περπατώ στο έδαφος με το ανακατεμένο τσουλούφι των μαλλιών μου να το δροσίζει ο φρέσκος αέρας του μεσημεριού. Σε μια ώρα, ενταγμένος στο ύφος του οδικού δικτύου που οδηγούσε στο κατάλυμά μου, καθόμουν στο βολικό κάθισμα του αυτοκινήτου μου κι οδηγούσα προσεκτικά για καμιά ώρα ξεκούρασης, πριν επιστρέψω ξανά κατά τις οκτώ, για μια νυχτερινή επιδρομή κάπου στη βόρεια Ελλάδα. Έχοντας από καιρό συσσωρεύσει στη μνήμη της φύσης μου, αποθήκες ευρύχωρες δύναμης, δεν αρνιόμουν ποτέ κάτι τέτοιες προκλήσεις. Εν τω μεταξύ, είχα σχεδόν καταστείλει τον κυματισμό μέσα μου από την πρόσφατη ένταση της πτήσης, κι είχα φέρει πια τα πράγματα σε μια ανθρώπινη κλίμακα. Ήταν άλλωστε δική μου επιλογή να ζω μια τέτοια ζωή, σαν κυματομορφή, που συνεχώς αλλάζει με το χρόνο, πότε θετική, πότε αρνητική, πότε ήρεμη, πότε τρικυμιώδης, μεταφέροντας συχνά τον εαυτό μου σ’ ένα είδος χρόνου που του επέτρεπε να χάνει την επαφή του με τα υπόλοιπα. .................................... Το τετράφυλλο Επιστρέφοντας από μια αποστολή στο Αιγαίο, αρχηγός ενός ζεύγους μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-4E Phantom είχα αρχίσει να εκτελώ μηχανικά και κάπως βαριεστημένα τις απαραίτητες ενέργειες εισόδου στον κύκλο προσγείωσης του αεροδρομίου Ανδραβίδας. Πετώντας σε ύψος δυόμιση χιλιάδων ποδών πάνω από το σημείο εισόδου Κάστρου Κυλλήνης με κατεύθυνση το αεροδρόμιο, χάζευα τη θέα από κάτω δεξιά καθώς οι δρόμοι και τα σοκάκια κυλούσαν σαν καρτεσιανό πλέγμα σχεδιασμένο μίλι το μίλι, μαζί με το πυκνό αρδευτικό δίκτυο του φράγματος Πηνειού που δέσποζε στον εκτεταμένο κάμπο της βόρειας Ηλείας. Παρατηρούσα εκείνη την ασχημάτιστη ελευθερία της πεδιάδας να εκλογικεύεται σε ευθείες γραμμές και ορθές γωνίες και να επεκτείνεται με μεγαλύτερη ασάφεια στο βάθος του ορίζοντα, κάτι που άλλωστε ταίριαζε και με την εκλογικευμένη –χωρίς εκπλήξεις και απρόοπτα- πτήση που είχα γευτεί ως εκείνη την ώρα, τη μέρα εκείνη. Κοίταξα μετά αριστερά, προς τον Νο δύο του σχηματισμού μου, με τη σιγουριά πως όλα πηγαίνουν καλά. Το φτερό του άλλου «δάγκωνε» μέσα στο δικό μου φτερό, όπως προβλεπόταν άλλωστε κι απ’ τους κανόνες του κλειστού σχηματισμού κι η απόσταση που μας χώριζε δε θα ‘ταν περισσότερο από ένα μέτρο. Περνώντας κάθετα πάνω από το κέντρο του διαδρόμου προσγείωσης με σχεδόν ανατολική πορεία, άρχισα μαλακά μια δεξιά στροφή αλλαγής κατεύθυνσης κατά διακόσιες εβδομήντα μοίρες, κατερχόμενος ομαλά, για να βρεθώ στο Break του εν χρήσει διαδρόμου προσγείωσης. Ο πρόθυμος νεαρός κολλημένος σαν βεντούζα στο αριστερό μου φτερό, προβαλλόταν τώρα στα μεγάλα ύψη του ουρανού βόρεια καθώς στρέφαμε με κλίση περίπου σαράντα πέντε μοιρών, σε έναν ουρανό που είχε την απόχρωση του σκούρου μπλε και διακοπτόταν από κάποια διάσπαρτα μακρινά λευκά νεφικά δικτυώματα. Με την εξέλιξη της στροφής προς το νότο και με τη μεσολάβηση του ήλιου που μεσουρανούσε εκείνη τη ώρα, ο ουρανός αποκτούσε σταδιακά στα μάτια μου μια πιο ασαφή χροιά, μια αλληλουχία από μαρμαρυγές που επέβαλαν ένα στιγμιαίο ακούσιο σκυθρώπιασμα στο βλέμμα, λες και με περικύκλωνε μια αλλόκοτη αίσθηση, κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση που περιόριζε τη σαφήνεια του χώρου κι έκανε τον ορίζοντα να μοιάζει άφωτος. Στο Break, στα χίλια πεντακόσια πόδια ύψος, με μια ταχύτητα τριακοσίων μιλίων την ώρα και με τα ρουθούνια μου γεμάτα οξυγόνο, αισθάνθηκα πως η μέρα μόλις είχε αρχίσει. Έριξα μια φευγαλέα ματιά στα υπολειπόμενα καύσιμα κι όταν είδα πως ήσαν αρκετά για μια σύντομη παράταση του χρόνου παραμονής μου στον αέρα, μ’ ένα χαλαρό χαμόγελο ικανοποίησης, προετοιμάστηκα ψυχολογικά για λίγη επιπλέον αληθινή περιπέτεια, κυριευμένος ίσως κι από μια υποβόσκουσα διάθεση παιχνιδιού, μιας αίσθησης που πάντα ήτανε παρούσα και πάντα παρέμενε ακόρεστη μέσα μου. «Σπάζοντας» στο Break, ανέφερα στον πύργο ελέγχου την πρόθεσή μου να παρατείνω μόνος την πτήση για τριάντα περίπου λεπτά, προφασιζόμενος έλεγχο πηδαλίων. Ζήτησα συγκεκριμένα να πετάξω στην νότια Ηλεία εκεί όπου συνήθως γίνονταν οι ακροβατικοί ελιγμοί, κι αφού έλαβα τη σχετική άδεια, συνέχισα κανονικά τη διαδικασία προσγείωσης μέχρι το «κατώφλι» του διαδρόμου και μετά, βάζοντας πλήρη ισχύ στους δυο κινητήρες, επανακύκλωσα. Στρέφοντας πάλι δεξιά ανερχόμενος, παρακολούθησα από ψηλά ως το τέλος την προσγείωση του δεύτερου αεροσκάφους, κι αφού σιγουρεύτηκα πως όλα πήγαν καλά μ΄ αυτόν, απομακρύνθηκα σιωπηλά σαν αντάρτης, φέρνοντας στην επιφάνεια ως και το νιοστό συναίσθημα ελευθερίας που μπορούσε να ανασυρθεί από μέσα μου. Υπερνικώντας σχετικά εύκολα, με τη βοήθεια των δυο πανίσχυρων κινητήρων, τις επίμονες βαρυτικές έλξεις που μόνιμα δεσμεύουν κάθε ιπτάμενο αντικείμενο, άρχισα να ανεβαίνω γοργά για τα δεκαπέντε χιλιάδες πόδια, προς το νότο. Το μέταλλο διέσχιζε αγέρωχα τον αέρα σφυρίζοντας κι ο ήλιος προβαλλόταν στις άκρες των φτερών, κάνοντάς τα πιο φωτεινά, με τις γραμμές συμπύκνωσης των υδρατμών να μοιάζουν με λεπτά ξύσματα πάγου περιστρεφόμενα σε μικρούς σύμμετρους ελικοειδής στροβίλους. Έχοντας το βλέμμα νοτιοανατολικά πάνω στην εκτεταμένη ραχοκοκαλιά της ενδοχώρας της Πελοποννήσου, ώθησα το χειριστήριο μπρος κι αμέσως μετά πίσω, κάπως απότομα, για να αισθανθώ για λίγο τη χαρούμενη χορευτική ανταπόκριση των πηδαλίων πάνω στο ευέλικτο ατσάλινο σκαρί του Phantom. Μια δέσμη βουνά μακριά μπρος μου με σκοτεινές πτυχώσεις, δημιουργούσε έναν ευκρινή ορίζοντα που διαγραφόταν στο καθαρό προφίλ του ουρανού. Παθητικός σαν σε έκσταση επέτρεψα στην ομορφιά που με περιέκλειε να επηρεάσει ελεύθερα τις αισθήσεις μου και να δημιουργήσει μια φορτισμένη στιγμή, απαραίτητη για το πύκνωμα της μοναξιάς μου και την ανάσυρση του εναλλακτικού μου εαυτού, ενός εαυτού που είχε το φόβο ανενεργό, σα να ‘ταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια κατακαθισμένη στον πάτο της μνήμης μου. Δεν υπήρχαν ιδεολογικά φράγματα που έπρεπε να υπερνικήσω εκείνη την ώρα, ούτε ήθελα κάτι σοβαρό να σκέφτομαι. Απλά προσδοκούσα να επιτρέψω στο συνήθη χρόνο μου να εισβάλει σ’ έναν άχρονο κόσμο και να απελευθερωθώ έτσι από συμβατικές δεσμεύσεις και εξαρτήσεις. Ο νότος μπρος μου βρισκόταν ήδη σε μια φωτεινή διέγερση κι η θάλασσα του Ιονίου πελάγους δυτικά χτένιζε με αφρούς την αμμουδερή ακτή της Κουρούτας. Νιώθοντας μιαν ακούσια συναισθηματική υπερχείλιση να με κυριεύει, με ένα ρευστό πέρασμα των δακτύλων του δεξιού μου χεριού πάνω στη λαβή του χειριστηρίου, ώθησα μαλακά το αεροπλάνο εντελώς δεξιά για να βρεθεί σε μια θέση πτήσης σχεδόν ανάστροφη. Διάσπαρτα ίχνη αυτοκινήτων με διαφορετικό προορισμό και αφετηρία διέσχιζαν την παραφορτωμένη κεντρική οδική αρτηρία που συνδέει την Πάτρα με τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο και καθώς ο τόπος μίλια γύρω γινόταν σταδιακά όλο και πιο φωτεινός, άρχισα λίγο-λίγο να αισθάνομαι την ποθητή αφαίμαξη της ανίας που περίσσευε μέσα μου από το πρωί και με ταλαιπωρούσε ως εκείνη την ώρα. Σε τέσσερα λεπτά διέσχιζα κιόλας την περιοχή Ολυμπίας με ανατολική κατεύθυνση ανερχόμενος, ενώ οι αεραγωγοί των κινητήρων με τη μέγιστη ροή αέρος στο στόμιό τους, απέδιδαν μιαν ικανοποιητική ώθηση που την ένιωθα ευεργετική πάνω στο κορμί μου. Προετοιμάζοντας τον εαυτό μου κατάλληλα ένιωσα στο στόμα μια αλκαλική γεύση έντασης, μια αμείωτη αίσθηση αλλόκοτου και δυσεξήγητου υπερβατικού συναισθήματος, απόρροια ίσως της αυξανόμενης έκχυσης αδρεναλίνης, και μια αυτάρκεια που με καθησύχαζε σε κείνη τη διαυγή απεραντοσύνη μέσα στην οποία γλιστρούσα αθόρυβα. Αισθάνθηκα για μια ακόμα φορά ευτυχής για τη «δουλειά» που είχα επιλέξει να κάνω ως μαχητής αεροπόρος, μακριά από τις ρουτινιάρικες αερογραμμές που κάθε πρωί θα με ανάγκαζαν να ανακατεύομαι μ’ ένα κακόκεφο και νυσταλέο κοπάδι πρωινών επιβατών. Παρότι υπεισέρχονται χίλιες δυο λεπτομέρειες σ’ αυτή τη δουλειά κάθε μια από τις οποίες φέρει την πιθανότητα ενός μοιραίου λάθους, αισθανόμουν απόλυτα ασφαλής. Ένιωθα εξάλλου επαρκής στους ακραίους χειρισμούς κι όταν τους εκτελούσα επεξεργαζόταν ασυναίσθητα στο υποσυνείδητό μου μαθηματικούς υπολογισμούς που μου έδιναν λύσεις στη διαρκή ανίχνευση κρυμμένων κέντρων ισορροπίας και στον υπολογισμό άγνωστων οριακών αδρανιών. Καθώς εντόπισα το σημείο που ήταν κατάλληλο για την έναρξη των ελιγμών, έθεσα καθαρά ανατολική πορεία, μηδέν ενενήντα μοίρες, κυριευμένος από έναν εσωτερικό παλμό σιωπής. Κι ενώ ένας αγαπημένος του μουσικός ήχος αιωρείτω παγιδευμένος μέσα στο στόμα μου, έλεγξα σχολαστικά τον εναέριο χώρο τριγύρω και αύξησα την ισχύ των κινητήρων στο ενενήντα πέντε τοις εκατό. Μ’ ένα ξαλάφρωμα που το προκάλεσε η στιγμιαία πίεση του χειριστηρίου προς τα μπρος, το αεροπλάνο άρχισε να επιταχύνεται γρήγορα σα να ξηλώθηκε πίσω του κάποιο στερέωμα που το συγκρατούσε ως εκείνη την ώρα. Θα εκτελούσα στην αρχή ένα «τετράφυλλο» που ήταν ο αγαπημένος μου ελιγμός. Ήταν ένας πολυεπίπεδος ελιγμός όπου για να εκτελεστεί σωστά θα έπρεπε ο όγκος των πληροφοριών να ρέει ασταμάτητα από τα εγκεφαλικά κύτταρα, να ξεχύνεται στα δάχτυλά και να μετουσιώνεται σε τεχνική, σε μια αλληλουχία ομαλών μεταβάσεων, στο σχηματισμό τελικά μέσα στον κενό του ουρανού ενός ρόδου αρμονικού και τελειοποιημένου, ενός κανονικού «τετράφυλλου». Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου κι ένιωθα ήδη μιαν ελκυστική ισορροπία που με τροφοδοτούσε με χαριτωμένη αμηχανία και με μια προκαταβολική ικανοποίηση. Καθώς η ταχύτητα του αεροσκάφους αυξήθηκε γρήγορα στα τετρακόσια πενήντα μίλια την ώρα, άρχισα τον ελιγμό ξεκινώντας από τον ορίζοντα με προοδευτική έλξη του χειριστηρίου στα τέσσερα “G” και με τις πτέρυγες οριζόντιες μέχρι που η κεφαλή του αεροσκάφους να ανέβει στις εβδομήντα μοίρες πάνω από τον ορίζοντα. Ανερχόμενος αισθανόμουν ικανοποίηση κι ένιωθα ξαλαφρωμένος σα να είχα υπερβεί μια κύστη ή ένα τέλμα που συνήθως λιμνάζει και χαρακτηρίζει το παρόν, ενώ την ίδια ώρα οι παλμοί στο λαιμό μου βροντοχτύπαγαν και η λάμψη της μέρας μειωνόταν σταδιακά από την επίδραση των “G”, στην επήρεια των οποίων η όραση μειώνεται στο ελάχιστο και το φως παίρνει συχνά το χρώμα του μαλακού εσωτερικού μιας ελιάς. Χωρίς να σταματήσω καθώς το ρύγχος του Phantom άγγιζε τις εβδομήντα μοίρες πάνω από τον ορίζοντα, άρχισα –όπως προβλεπόταν- μια συνδυασμένη περιστροφή αριστερά, προς την κατεύθυνση του σημείου του ορίζοντα που βρισκόταν στις ενενήντα μοίρες, κάθετα σε σχέση με το ίχνος που είχα όταν άρχιζε τον ελιγμό. Ο βαθμός περιστροφής ήταν τέτοιος που το αεροσκάφος διανύοντας ένα ομαλό τόξο άγγιξε πάλι τον ορίζοντα βόρεια, ανάστροφα, ακριβώς στο προεπιλεγμένο σημείο, και με ταχύτητα διακοσίων μιλίων την ώρα. Με μια σταθερή έλξη του χειριστηρίου, έχοντας τα φτερά οριζόντια, βούτηξα κάθετα προς το έδαφος, κατακόρυφα προς τα κάτω, χάνοντας ύψος με έναν ιλιγγιώδη ρυθμό. Χωρίς να σταματήσω την έλξη του χειριστηρίου πέρασα από το κατακόρυφο επίπεδο που με έφερνε προς το έδαφος και το αεροσκάφος άρχισε και πάλι σταδιακά να μειώνει με σταθερό ρυθμό τη γωνία καθόδου, και αφού διέγραψε ένα τόξο εκατόν ογδόντα μοιρών στο κατακόρυφο επίπεδο, στο κάτω τόξο μιας νοητής σφαίρας, επανήλθε στον ορίζοντα με πορεία εκατόν ογδόντα μοιρών προς το νότο, με ταχύτητα τετρακοσίων πενήντα μιλίων την ώρα, έχοντας τη δυναμική ενέργεια που είχε όταν ξεκίνησα τον ελιγμό, με μοναδική διαφορά ότι τώρα η πορεία ήταν εκατόν ογδόντα μοίρες αντί για ενενήντα που είχε αρχικά. Χωρίς να σταματήσω άρχισα πάλι να τραβώ το χειριστήριο δυνατά για να φέρω το ρύγχος στις εβδομήντα μοίρες πάνω από τον ορίζοντα με πορεία εκατόν ογδόντα μοιρών. Με μια συνδυασμένη και πάλι περιστροφή αριστερά κατευθύνθηκα συμμετρικά, γύρω από το επιδιωκόμενο αζιμούθιο, προς το σημείου του ορίζοντα που βρισκόταν στις ενενήντα μοίρες κάθετα, σε σχέση με το ίχνος των εκατόν ογδόντα μοιρών. Ο βαθμός περιστροφής και πάλι ήταν τέτοιος που το αεροσκάφος άγγιξε τον ορίζοντα ανατολικά ανάστροφα, ακριβώς στο προεπιλεγμένο σημείο, με μια ταχύτητα διακοσίων μιλίων την ώρα. Ήδη είχα εκτελέσει τα δυο πρώτα φύλλα του «τετράφυλλου», το ανατολικό και το νότιο και συνέχισα για να εκτελέσω το δυτικό και το βόρειο, έχοντας υιοθετήσει λες μιαν έλλειψη πειθαρχίας ως προς τους κανόνες, αλλά ταυτόχρονα μια απαστράπτουσα συνέπεια στον απώτερο αισθητικό σκοπό του ελιγμού, μιας και για τους πιο έμπειρους αεροπόρους τέτοιοι ελιγμοί και άλλοι παρόμοιοι, συνδεδεμένοι νοητικά με καθαρά επιχειρησιακές ανάγκες, αποκτούσαν ένα ιδιαίτερο βάθος, ίσως και λίγο μυστικιστικό νόημα. Τα μάτια μου ακολουθούσαν ομαλά την εξέλιξη του ελιγμού που ήδη είχε αποκτήσει μια σταθερή ροή αρμονίας. Εκείνη την εποχή βρισκόμουν στο απόγειο της αεροπορικής μου δεξιότητας. Είχα διδαχθεί όλα όσα έπρεπε γύρω από το αεροπλάνο και την αποστολή του και είχα συμμετάσχει σε αναρίθμητες αποστολές πάσης φύσεως και δυσκολίας. Το σπουδαιότερο όμως στοιχείο στη βελτίωση της πτητικής μου ικανότητας ήταν πως μου είχε δοθεί αρκετός χρόνος να αυτοσχεδιάσω πετώντας, να συναγωνιστώ με παλαιότερους έμπειρους αεροπόρους και να διδάξω νεότερους. Είχα πάντα μια μεγαλεπήβολη προοπτική στο νου μου που με ακολουθούσε σαν καρδιακός παλμός, γιατί είχα συνειδητοποιήσει, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως η ζωή του αεροπόρου των μαχητικών είναι μια αρκετά πολύπλοκη και περίεργη υπόθεση που για να μπορέσει κανείς να πετύχει και να επιβιώσει θα πρέπει να κυνηγά διαρκώς την τελειότητα όσο επικίνδυνη και επίπονη υπόθεση κι αν είναι αυτή. Ίσως ο μακρύς δρόμος αυτής της σκληροτράχηλης μα ταυτόχρονα και ελκυστικής περιπλάνησης να ήταν αποτέλεσμα μιας μυστικής εσωτερικής προσταγής, επίμονης σαν τη δύναμη της βαρύτητας, μάταιης σαν τα εγκόσμια τολμήματα, άπληστης στις συγκινήσεις και στις απαιτήσεις, σαν την αχανή ψυχή του καθενός. Με πορεία λοιπόν νότια, το ρύγχος στον ορίζοντα, σε ανάστροφη θέση, με ταχύτητα διακοσίων μιλίων την ώρα, τραβούσα πάλι το χειριστήριο στην κοιλιά για να ζωγραφίσω στο στερέωμα, τούτη τη φορά, το βόρειο φύλλο του ρόδου μου. Μακριά μπρος μου, καθώς καθόμουν με το κεφάλι προς τα κάτω κολλημένος στο κάθισμα από τη δύναμη της βαρύτητας, η γκριζοπράσινη γη απλωνόταν εκεί που κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει ουρανός. Κάτι συγκεντρώσεις νερών στο βάθος του ορίζοντα, σαν δοχεία αναποδογυρισμένα, γυάλιζαν και έμοιαζαν να μην έχουν δικό τους χρώμα, πέρα από ένα αχνοπράσινο φως και κάποια διάσπαρτα γαλάζια μπαλώματα, αντανακλάσεις του ανεστραμμένου ουρανού. Κι ενώ οι κορφές των δένδρων κρέμονταν κι αυτές ανάποδα στον ήλιο, ένιωθα το κρανίο μου βαρύ σαν μέταλλο και τους πόρους του προσώπου μου να με τσιμπάνε καθώς τα “G” πολλαπλασίαζαν το βάρος μου και τραβούσαν την επιδερμίδα προς τα κάτω με μανία. Οι σωματικές αυτές κακουχίες έμοιαζαν όμως μικρές ενοχλήσεις καθώς είχε ολοκληρωτικά εισχωρήσει στη φαντασία μου ο σχεδιασμός και η εκτέλεση του ελιγμού που δεν ζητούσε βέβαια καμιά υπερβολή, αλλά επέβαλε μια ολοκληρωτική συμμετοχή για να γίνουν οι κινήσεις αρμονικές και συμμετρικές χωρίς αμφιταλαντεύσεις και για να αντληθεί έτσι ένα συναίσθημα ικανοποίησης που βελτίωνε την δεξιότητα και την αεροπορική μου αντίληψη. Καθώς γλιστρούσα προς την κατεύθυνση της βαρύτητας και βούταγα στο κενό κάτω σα γεράκι, καθηλωμένος στο κάθισμα, το αεροπλάνο τρανταζόταν στο μεταίχμιο της στήριξής του, σα να έπλεε μέσα σε απόνερα καραβιού. Γνώριζα καλά πως αν ξεπερνούσα το χρόνο παραμονής μου στο κατακόρυφο αυτό επίπεδο, έστω και για πέντε δευτερόλεπτα, η απαγκίστρωσή μου θα ήταν ανέφικτη και ο θάνατός μου αναπόφευκτα ακαριαίος. Με καθηλωμένες λοιπόν τις αρθρώσεις, τα ιγμόρεια να καίνε, με την όραση θολή, το ένστικτό μου κι ένα σωρό εντολές αποστηθισμένες για περίπτωση ανάγκης, με καθησύχαζαν, σα να ‘χα σύμβουλο μιαν έκτη αίσθηση, ένα μείγμα πίστης και καθαρής αντίληψης που με προστάτευαν από το άγνωστο. Κατέβαινα με μεγάλη ταχύτητα, σχεδόν καταποντισμένος και δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο οι μαύρες σκέψεις να μου ροκανίζουν τα θεμέλια, απεναντίας, κλειδωμένος μέσα στο καλοδουλεμένο μετερίζι που με ενσωμάτωνε με το μέταλλο και την υψηλή τεχνολογία, έπρεπε να αναζητώ μέσα στη σιωπή εκείνο που υπήρχε ως μια ευγενική παραχώρηση στην επαγγελματική μου αυτοεκτίμηση. Ήξερα καλά πως στη ζωή του αεροπόρου των μαχητικών, σπάνια είναι τα πράγματα συγκεκριμένα -είναι σαν το τίποτα- και δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα με οτιδήποτε προηγούμενο. Καθώς περπατά κανείς πάνω στο συμβατικό χρόνο πετώντας, μετακυλύετε διαρκώς σε νέα δεδομένα, αμυδρώς ορατά, - σ’ αυτό συγκεντρώνεται το μυαλό- κι ο σκοπός είναι να αλλάζει κάτι προς το καλύτερο, να γίνεται εφικτή μια βαθύτερη μορφή της δεξιότητάς σου και της εμπειρίας σου, να επιτυγχάνεται τελικά μια διαρκής ανανέωση μέσα κι έξω από το μουρμουρητό μνήμης και ονείρου. Έσπρωξα το κεφάλι πίσω προς τους καταπράσινους λοφίσκους που συναντούσαν ανάστροφα την ποθητή γραμμή του ορίζοντα και την γαλάζια καμπυλότητα της γης. Αναπτερωμένος από την ανταπόκριση του τοπίου άρχισα πάλι να μουρμουρίζω ντακάπο κάτι παλιά τραγουδιστικά μουρμουρητά που μου ‘φερναν ευεξία, παρότι εκείνη την στιγμή, λόγω της πίεσης της βαρύτητας, η γαλήνη στα μάτια μου είχε σχεδόν σβηστεί κι είχε αντικατασταθεί από γκρίζες ρυτίδες, κόκκινες φλέβες και παραμορφωτικούς μυϊκούς σχηματισμούς που δεν ήσαν ανθρώπινοι. Από κάτι τέτοια ελκυστικά βασανιστήρια είχε μαζευτεί γύρω από τα μάτια μου ένα σύστημα τριχοειδών αγγείων, σκιών, πτυχώσεων, ρυτίδων, ένα κατακάθι δηλαδή συσσωρευμένο από τη μακροχρόνια επίδραση των ελκτικών και φυγοκεντρικών δυνάμεων «G». Εκτέλεσα αποφασιστικά και το τέταρτο βορειοδυτικό φύλλο του «τετράφυλλου» κι έστρεψα προς την παραλία του Κυπαρισσιακού, αφήνοντας μαλακά το αεροσκάφος να γλιστρήσει σε χαμηλότερα ύψη, ενώ σάρωνα με το βλέμμα τις δασώδεις εκτάσεις μπρος μου και ανατολικά. Είχα πια τη δυνατότητα, κάτι τέτοιες ώρες, να αφήνω τον εαυτό μου λίγο περισσότερο χαλαρό να γεύεται τη χαρά της πτήσης, χωρίς να συλλογίζεται φανερά την υφή των δυσκολιών που ενυπήρχαν και με επηρέαζαν διαρκώς. Γιατί αναμφίβολα υπάρχει μια ολόκληρη αεροπορική «κοσμολογία» που παρεμβαίνει στην εξέλιξη της πτήσης κάθε στιγμή: δεσμοί και κόμβοι, ακμές και καμπύλες, σημεία εφαπτομένης και συνεφαπτομένης, εμπειρικά ανώτερα μαθηματικά και χωροχρονικές ανωμαλίες, μοναδικότητες, πολύπλοκα μηχανικά συστήματα που ελέγχονται και πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά, διακόπτες και όργανα πλεύσης, αεροδυναμικές ιδιότητες, δυσοίωνες μηχανικές προειδοποιήσεις, καιρικές ιδιοτροπίες και ιδιαιτερότητες, εδαφικές προκλήσεις και παγίδες, ανθρώπινα όρια μεταβαλλόμενα από τη σωματική κατάσταση και τη διάθεση της στιγμής, στόχοι που πρέπει να επιτυγχάνονται με ακρίβεια. Το συνειδητό μου λοιπόν, καθώς προσέγγιζα το ύψος των πεντακοσίων ποδών πάνω από το έδαφος, κινιόταν μέσα στο ηχητικό και οπτικό τοπίο, παρατηρητικό και υπάκουο κι ένα χαμόγελο αιωρείτο πίσω από το ουδέτερο βλέμμα μου. Πλησιάζοντας την ακτή κατέβηκα πολύ χαμηλά ώσπου ένιωσα πως πετούσα μέσα στους γαλάζιους ατμούς του θαλασσόνερου, με ταχύτητα αυξημένη στα τετρακόσια πενήντα με πεντακόσια μίλια την ώρα. Ακολούθησα παράλληλα τις σιδηροδρομικές γραμμές προς την Κυπαρισσία κι η αιλουροειδής σκιά του αεροσκάφους έτρεχε πλάι μου δαιμονισμένα πάνω στη θαλασσινά κύματα της ακτής. Έχοντας γεμίσει με ενέργεια το πληκτικό πρωινό μου έστρεψα δυτικά προς τα νησάκια Στροφάδες παραμένοντας σε πολύ χαμηλό ύψος, όπου, κάνοντας μια περιμετρική αριστερή στροφή με μεγάλη κλίση, περιεργάστηκα το κτήριο του μοναστηριού και τις γαλαζοπράσινες αβαθείς παραλίες με τα διάσπαρτα βράχια. Μετά, με μια ρηχή άνοδο απομακρύνθηκα προς τη Ζάκυνθο κι από κει προς το σημείο εισόδου του αεροδρομίου για προσγείωση. Μπαίνοντας στη Μοίρα χαμογελαστός είχα έτοιμο στα χείλια ένα εύστοχο αστείο. Προσπερνώντας τους συναδέλφους μου που ξεκουράζονταν στην καντίνα -ένα χαρούμενο στηλητευτήριο- τους έριξα ένα καλόβολο βλέμμα και κατευθύνθηκα στα «σωστικά» για να αποθέσω τον εξοπλισμό πτήσης και την κούραση της ημέρας. Ξαλαφρωμένος ξαναγύρισα στην καντίνα, κέρασα τον εαυτό μου ένα παγωμένο αναψυκτικό και σκόρπισα τον κάματο του κορμιού μου, σπρώχνοντας με διάθεση πειράγματος το συνάδελφό μου που είχε απλωθεί στο μισό καναπέ του σαλονιού φαρδύς πλατύς. Παρότι στους ώμους της φόρμας πτήσεων είχε αποτυπωθεί με άσπρες στάμπες η αλμύρα του ιδρώτα της πτήσης, η κανονική ζωή επέστρεφε σιγά-σιγά στο κορμί μου, κι ένας απαλός ευδαιμονισμός είχε αρχίσει να νικάει την κόπωση, κάτι που βοηθούσε να ανακτηθούν ξανά τα διασπασμένα κομμάτια της χορτασμένης ψυχής μου. Κράτησα νωθρά μια παλιά εφημερίδα στα χέρια, με το αυτί τεντωμένο για να ανταποκριθώ στα συνήθη πειράγματα των άλλων τριγύρω, μα ήτανε εμφανές πως ήμουν κυριευμένος από μια αυξημένη επιθυμία για λίγη γαλήνη. Ένιωθα ένα ευχάριστο δροσερό συναίσθημα αδυναμίας και μια ευεργετική ανημποριά, κάτι που άλλωστε συνέδεε την αναπόφευκτη φυγή προς τα επίγεια με τη νοσταλγία των συγκινήσεων της πτήσης που είχε προηγηθεί και είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει σιγά-σιγά μέσα μου. Συνηθισμένος να ζω σ’ έναν παντοδύναμο και συνάμα ταπεινό κόσμο, οι έντονες συγκινήσεις και η πεζότητα γειτόνευαν καθημερινά και βρισκόμουν διαρκώς ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες, σε δυο βάναυσες μα ταυτόχρονα ελκυστικές αντίρροπες δυνάμεις.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Χάρης Κότσιφας/Κριτική Συνενόχων

Αγαπητέ Γιώργο
Είπα θα σου γράψω μόνο αλήθειες. Εσύ ανέβασε στις κριτικές σου ότι θες.
Αγόρασα το βιβλίο σαν συγγενής όταν εκδόθηκε. Από τότε έμεινε στην βιβλιοθήκη μου παρέα με τα « προς ανάγνωση βιβλία». Δε ξέρω αν έφταιγε η «προκατάληψη» που μου είχαν δημιουργήσει 2 μέλη από την Θεατρική ομάδα για την πένα σου, όταν πρότεινα να ανεβάσουμε έργο σου , ή  θες γιατί ένιωθα ότι δεν είχε «ωριμάσει» για να το ανοίξω….
Ένα πρωί στη θάλασσα πριν λίγες μέρες σου έδειξα ότι το ξεκινούσα. Θες η ανάγκη να περάσω τις ατέλειωτες ώρες στην παραλία, θες η περιέργεια… το ξεκίνησα!!
Δύο μέρες και νύχτες και απογεύματα έφτασαν να το «καταλύσω»!!! (καταλύω= Ρήμα που χρησιμοποιείται στην Θεία Κοινωνία)
Θα ΄μουν δε θα ΄μουν 6 χρονών, όταν το 1967 καθημερινά με ένα FIAT500 κάραβαν φορτωμένο τον «άρτον τον επιούσιον» ανηφορίζαμε με τον πατέρα μου σηκώνοντας μπουχό σκόνη τον δρόμο για Γεράκι – Μπεσερε. Το μούγκρισμα της μηχανής με αγρίευε. Πιότερο με αγρίευαν οι κάτοικοι του μικρού χωριού. Δε ξέρω γιατί με μελαγχολούσε και με φόβιζε αυτό το χωριό. Θεωρούσα τους κατοίκους του απόμακρους, κλεισμένους στον εαυτό τους. Ποτέ δε γελούσαν.
Χρόνια μετά… στην αρχή της εφηβείας μου θέριζα με τον πατέρα μου με μια «πατόζα» στο μεγάλο αλώνι του μπεσερε τα γεννήματα της χρονιάς. Τα ίδια συναισθήματα για τους κατοίκους.
Ο Γιώργος ο Ξένος, όχι μόνο με ταξίδεψε στα χρόνια εκείνα με ένα πραγματικά θαυμαστό τρόπο, αλλά με έκανε να αγαπήσω και τους κατοίκους αυτού του χωριού μέσα από τους «ήρωές του». Να δεθώ μαζί τους, να φανερώσω, κρυφακούγοντας στον τοίχο από τσατουμα τις δικές μου ψυχικές αναζητήσεις μαζί με τη Σμηνιώ
Στην Αρχή του βιβλίου ομολογώ πως ένιωσα έντονα την ανάγκη του συγγραφέα να τα δώσει όλα. Να με εντυπωσιάσει με το πλήθος δύσκολων εννοιών και φανταχτερών λέξεων. Ενώ τα πάντα κυλούσαν ήσυχα σαν τον  σοχιά που ξεκινά από το μπεσερε και περνά από τα Αστερεικα για να διασχίσει την Αμαλιάδα,  και να χυθεί ανάμεσα Μαραθιά – Κουρούτα, ξαφνικά μεγάλοι «καταράκτες»  πολυσύνθετων εννοιών και λέξεων διέκοπταν το ταξίδι μου. Έπρεπε να γυρίσω πίσω να βρω τον «Χαμένο μονοπάτι της ιστορίας της Ισμήνης». Αλλά όταν το έβρισκα πάλι , απολάμβανα το κατέβασμα του προς το τέλος της διαδρομής.
Πολλοί οι καταρράκτες στο πρώτο μέρος που με κούρασαν, ομολογώ. Αλλά στο δεύτερο μέρος με αποζημίωσαν, όταν το νερό έφτανε « στον κάμπο της Ιστορίας της Ισμήνης» το απόλαυσα στην κυριολεξία!!!!
«κάθισα στην άμμο και έφτιαχνα τα δικά μου κάστρα Ιωνικού Ρυθμού δίπλα στην Ισμήνη.
Ενώ θα έπρεπε να έχω ενοχληθεί , όπως με τη μάννα της, από την ευκολία που δινόταν στους άντρες, η «πεινασμένη» για σεξουαλική(;) αγάπη, δικηγορίνα, ο Γιώργος ο Ξένος με έκανε να αγαπήσω αυτή τη γυναίκα και να θέλω να την αγκαλιάσω.
Αρκετά τα ερωτηματικά που αφήνει αναπάντητα στην πορεία ο Συγγραφέας. Τεχνική; Επιδίωξη; Ανάγκη; αφήνει με πολύ έξυπνο τρόπο την απάντηση στον αναγνώστη. Τον καλεί να πάρει μέρος στο έργο, σαν τον σκηνοθέτη στην παράσταση , που θέλει να ανεβάσει το θεατή από την πλατεία στη σκηνή.
Όπως και να είναι, κάνει «τους Συνένοχους» ελκυστικούς. Σε οδηγεί να γίνεις και συ «Συνένοχος».
Ίσως στη δεύτερη ανάγνωση δώσω τις σωστές απαντήσεις. Είναι σαν το καλό κρασί που για να το «νιώσεις» θες και δεύτερο ποτήρι. Στην δεύτερη ανάγνωση, τότε που δε θα βιάζομαι να φτάσω στο τέλος και θα μπορώ να απαλλαγώ εύκολα από τους καταρράκτες των εντυπωσιακών λέξεων, είμαι σίγουρος ότι θα απολαύσω καλύτερα το ταξίδι των 309 χιλιομέτρων προς το Περιστέρι μαζί με τη Θάλεια, την Ισμήνη…….

Καλό κατέβασμα Ισμήνη από την κορυφή. Μην ξεχνάς οι κατηφόρες είναι πιο δύσκολες και επικίνδυνες από τις ανηφόρες. Και ο Γιώργος ο Ξένος μας το έδειξε πολύ καλά.
Έγραψα πολλά, ο Γιώργος φταίει. Να τα μαζέψω.
Σαν σκηνοθέτης κόλλησα στην τελευταία εικόνα στο δρόμο προς την εκκλησία. Εκεί που αρχίζουμε τη ζωή μας όταν βαπτιζόμαστε, εκεί που πάμε να βρούμε το λυτρωμό από τις αμαρτίες μας και τη σωτηρία, εκεί που μας πάνε στο τέλος της ζωής μας.
Τι φοβερό πλάνο!! Καταπληκτικό σενάριο για σήριαλ!!! Αλλά και φοβερό κείμενο για μονόλογο εξομολόγηση μιας γυναίκας. Φαντάζομαι αυτή τη φωτογραφία πλάτη σκηνικού, ένα μπαούλο ανοιχτό, μια ξύλινη βαλίτσα και μια γυναίκα να μονολογεί.  Κάτι σαν τον μονόλογο του Αντωνόπουλου στο κείμενο «Ο Μάρξ στο Σόχο»
Το ανακάτεμα του μύθου με την πραγματικότητα κάνει τον αναγνώστη από την περιοχή να θέλει να αναζητήσει στον πεζόδρομο της λεωφόρου την Ισμήνη. Τον κάνει να ψάχνει στην παραλία της μαραθιάς να την βρει. Πάρα πολύ έξυπνη η ιδέα να βάλει μέσα στην ιστορία γνώριμα και πραγματικά στέκια της πόλης με συμβολικά ονόματα «Ρόπτρο» «Αμβροσία» «’Άλλοθι». Φοβερή η πλοκή, απρόβλεπτη η εξέλιξη, απρόσμενα λυτρωτικό για όλους και τον αναγνώστη, τέλος. Στο δεύτερο μέρος ο Γιώργος ο Ξένος δείχνει να καταλαβαίνει την αγωνία του αναγνώστη και το «τρέχει» με χίλια προσπαθώντας να φτάσει την φαντασία του αναγνώστη. Πολύ έξυπνο.
Έλεγα πάντα στους ηθοποιούς μου ότι η υπερβολή , μπορεί να αρέσει, αλλά κουράζει κάποια στιγμή. Λίγα λοιπόν τα σημεία που υπερβολή στην έμφαση του λόγου με ταλαιπώρησε λίγο. Όμως το τελικό αποτέλεσμα ήταν απρόσμενα εντυπωσιακό για μένα. Τόσο που μου άναψε σπίθα να σκεφτώ πάλι την επιστροφή μου στην σκηνοθεσία.
Σε ευχαριστώ για το ταξίδι που μου χάρισες και σου προτείνω να το στείλεις κάπου για να γίνει σήριαλ. Θα έχει μεγάλη επιτυχία.
                                               Χάρης Κότσιφας
                                   Θεολόγος- Ερασιτέχνης Σκηνοθέτης
Υ.Γ Μου είχες πει ότι έχεις κάτι θεατρικό. Θα ήθελα να το δω.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

Κριτικές

Για το μυθιστόρημα «Οι συνένοχοι» -Ελένη Σκάβδη/Δημοσιογράφος

Αγαπητέ κ. Γιώργο Ξένο
Άργησα να σας γράψω
Αναζητούσα μιαν αφετηρία για αυτή τη γραφή που θα έδινε το νήμα στο σημείωμά μου για να πω όσα γεύτηκα με την ανάγνωση των «Συνενόχων»
Την αφετηρία ανακάλυψα, τσαλαβουτώντας στα σημειώματά μου που εδώ και ένα μήνα ορνιθοσκαλίζω για να εκφραστώ. Ε, λοιπόν, σας λέω χωρίς καμιά επιφύλαξη, διαβάζοντάς σας συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ ότι με τους συνενόχους γεννήθηκε μια γραφή εντελώς «λατινοαμερικάνικη», από την άποψη της «σχολής» στη λογοτεχνία μας. Ίσως και ολίγον Ισπανική, για όσους έχουν διαβάσει, Σαλαμπέρτ κλπ.
Η ατμόσφαιρα των Συνενόχων ταιριάζει απόλυτα με το θρυλικό Μακόντο του Μαρκές, στα «100 χρόνια Μοναξιάς». Ένα τοπίο του ελληνικού Νότου, διόλου ηθογραφικό, μέσα από ένα μεταφυσικό ρεαλισμό, που παραπέμπει στην παραισθησιακή λογοτεχνία του μεγάλου Μαρκές, αλλά ίσως και της Αλλιέντε.
Η πέτρινη περίοδος της ελληνικής Ιστορίας η 10ετια που διηγείστε, δίνει στη λογοτεχνία μια εξαιρετική φόρμα του τόπου, αληθινή και αιμάσσουσα. Στο περίγραμμα όχι μια υπόθεση μελό που έχει να κάνει με δημοκράτες και φασίστες, με πατρικίους και πληβείους αλλά με ένα ανθρωπολογικό τοπίο αμιγές από την άποψη της ανάγκης. Να ξεφύγουν από το παρελθόν με μέσο τον έρωτα και την αγάπη. Στο προσδόκιμο αυτής της επανάστασης βασίζεται τελικά η νέα γενιά αφού οι παλιότεροι με το βαρίδι του κατάδικου στο πόδι δεν θα τα καταφέρουν, έτσι άλλωστε συμβαίνει πάντα…
Η λογοτεχνία στη χώρα μας είπε πολλά για τα μετεμφυλιακά, για τη δεκαετία του 60 , για τη μεταπολίτευση, για τους νεώτερους χρόνους. Ξεκινήσαμε από ιστορίες ανθρώπων που καταδιώκτηκαν για τις ιδέες τους, από τους άλλους που έλαμψαν «παρόντες» στα κινήματα του 60, από την αντίσταση στη δικτατορία και τη γενιά του Πολυτεχνείου από τα δράματα της εξορίας των πολιτικώς διωχθέντων Ελλήνων, διαβάσαμε για Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης και της Μέσης Ανατολής, για αστούς με νευρώσεις αποτέλεσμα μιας εσωτερικής μετανάστευσης, για αδιέξοδα προσωπικά και πολιτικά φωτισμένων , και ύστερα… κάποια μελό για τους επαρχιώτες που βρέθηκαν ξαφνικά στην Ομόνοια, βλέπε «παράνοια»…του άστεως και του νεοελληνικού μας πολιτισμού.
Ότι ακριβώς έγινε στην επαρχία στο δεύτερο μισό του αιώνα που έφυγε, κανείς δεν τόλμησε να ιστορήσει να ξεδιπλώσει και να αντιμετωπίσει εν τέλει… Η αποδόμηση της Περιφέρειας πολιτισμική και ανθρωπολογική ήταν φυσικά η γενεσιουργός αιτία αυτής της υπόθεσης, που διαισθάνομαι ότι εσείς επιχειρείτε…
Με τις δυο ταχύτητες στο μυθιστόρημα, κι εσείς ένας αστός από το ..χωριό δεν μπορείτε να ξεφύγετε από την υπόθεση «ότι πρέπει το νήμα να το φτάσω μέχρι σήμερα..».Και καλά κάνετε.
Βρίσκω εντελώς Λατινοαμερικάνικο το τοπίο του χωριού που ιστορείτε στο πρώτο μισό του βιβλίου.
Δεν είναι μόνο το σκηνικό του. Η γεωγραφία του. Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του πρώτου μέρους είχα την αίσθηση ότι η Ισμήνη, είναι αγόρι, που της φορέσατε απλά κοριτσίστικο φουστάνι. Ένα πλάσμα με διφορούμενο φύλλο. Βρίσκω στη Θάλεια πολλά κοινά με την Ούρσουλα, μάννα των Αουρελιάννο Μπουενδία, στη Θάλεια, που είναι ταυτόχρονα και ένα πλάσμα εντελώς αναγνωρίσιμο για εκείνους που έχουν μεγάλη σχέση με την ύπαιθρο του ελληνικού Νότου. Με παραπέμπει ως χαρακτήρα στη «Μάννα Μεγάλη» του Χριστόφορου Μηλιώνη, αλλά με πάει πέρα από αυτήν. Ίσως γιατί ο Μηλιώνης κάνει ένα δραματικό μνημόσυνο στην Ηπειρώτισσα μάννα, ενώ εσείς κομματιάζετε την Μωραϊτισσα μάννα, που ζει μέσα στην παράκρουση του φύλου, «άνδρας και γυναίκα μαζί» που ενώ μπορεί, ποτέ δεν τολμά την υπέρβαση …
Η Ισμήνη που κυλιέται στα στρώματα με τα φαλλικά της σύμβολα, είναι στην ουσία ένας άνδρας… Ένας άντρας που ποτέ δεν ξόρκισε το γυναικείο πεπρωμένο και που φαντάζει στη μυθοπλασία σας σαν μικρή θεά, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα και φέρουσα από την μητέρα της, αλλά και η γυναίκα εκ της οποίας ερρύη τα κρείττονα…
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι ένας μεταφυσικός ρεαλισμός, από την άποψη της αφήγησης, και της ατμόσφαιράς της… Τα ερωτικά δωμάτια με τα κρέπια και τον χαμηλό φωτισμό, οι άνδρες που σαν σκιές την τριγυρίζουν, η άνοια της γιαγιάς σε μονή που λέει όσα δεν μπορούν να πουν για την αλήθεια και το συμβολισμό της όλες οι γραφές που ξέρω, αλλά και η αποκάλυψη της ιστορίας για την αφετηρία του μύθου σας, αθωώνει και την Ελλάδα και την επαρχία και τους ήρωες. Και αφήνει πίσω μιαν ανάγκη για τη συνέχεια…
Βέβαια η λογοτεχνία δεν πρέπει να λυτρώνει… Πρέπει να αφήνεται στα αδιέξοδά της και στα ερωτήματά της. Αυτό που ο Μαρκές γράφει για παράδειγμα στον επίλογο της «Μοναξιάς του». «…Γενιές καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς στη γη, δεν έχουν θέση στον πλανήτη…»
Έτσι ακριβώς μας λέτε κι εσείς… Και αν τον τελευταίο απόγονο των Μπουενδία τον έφαγαν οι τερμίτες, εσείς παραδίνετε την παραδοσιακή γενιά στους «τερμίτες» της Αλτσχάιμερ –(Θάλεια), και τη νεότερη (Ισμήνη) σε αυτούς της νεωτερικότητας… Προτιμώ την –τον- Ισμήνη του χωριού, παρά την επιτυχημένη δικηγορίνα, το αρπακτικό, που ζηλεύω για την τόλμη και τον ερωτισμό της, του δεύτερου μέρους. Και ξέρετε τι ζητώ; Η επαρχία και μαζί οι ήρωές της να ξαναγυρίσουν πίσω στον τόπο όχι στο χρόνο για να ανακαλύψουν τη μαγεία των συμπτώσεων να γεννηθούν εκεί που γεννήθηκε το νήμα της ιστορίας σας…
Ομολογώ ότι έχω πολλά ακόμα να σας γράψω για τους «Συνενόχους». Είναι ένα μυθιστόρημα που σε κάνει να χάνεσαι, να αναδύεσαι, τελικά να σηκτιρίζεις την τύχη που δεν το έγραψες εσύ η ίδια…
Ελένη Σκάβδη
Εκδότης / Δημοσιογράφος

Αμαλιάδα, 29 Ιουνίου 2005 (E-Mai


******************************

Οι ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ του Γιώργου Ξένου



ΟΙ ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ-Μυθιστόρημα
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΟΣ
Εκδόσεις Μαϊστρος, 2007-11-22


Μια προσωπική ανάγνωση


Η Ιστορία…
Η ιστορία ξεκινά από το Περιστέρι, ένα μικρό ημιορεινό χωριό της Ηλείας, στο Δήμο Αμαλιάδας. Είναι το 1954, ένα χρόνο μετά τους σεισμούς της Ζακύνθου. Είναι εκείνα τα πέτρινα χρόνια, τα μετεμφυλιακά….
Είναι και ο φόβος που κατατρώει τα σωθικά από πολλαπλές πηγές εκπορευόμενος. Εν αρχή είναι το «θεϊκό σημάδι» στον ουρανό, είναι οι ακρίδες που έπεσαν στο χωριό, που αφανίσανε μέχρι και το ρετσίνι από τις πεύκες του παρακείμενου δάσους, τη χρονιά που οι γίδες έμειναν στέρφες, τα χωράφια χέρσα, χρονιά που χαθήκανε δυο παλικάρια κοντά είκοσι χρονώ, σαν να άνοιξε η γη και να τα κατάπιε, αφού δεν τα ξανάδε ποτέ κανείς, τότε που η Μαριό έκανε τρίδυμα, ένα παιδί και δυο κορίτσια, τα κορίτσια τυφλά και τ’ αγόρι με ένα πόδι. Όσα κορίτσια την ίδια χρονιά τόλμησαν να απομακρυνθούν από το χωριό, βρεθήκανε βιασμένα και ημιλυπόθυμα…
Εκείνη τη χρονιά βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος κι ένας νεαρός βοσκός, σε μια βαθειά ρεματιά του δάσους…
Οι Περιστεριώτες ψάχνουν τρόπο να ξορκίσουν το κακό. Οι μισοί επιστρατεύουν την αγιοσύνη και τον παπά Γιώργη, κι οι άλλοι μισοί, τη μάγισσα Σαράχ που εγκαθίσταται στο χωριό και φτιάχνει τα μαγικά της… Μετά από μέρες αυτοσυγκέντρωσης βγάζει η Σαράχ το χρησμό…
Κι όλα έγιναν όπως τα θέλησε η μάγισσα…Και τα μάγια λυθήκανε και το χωριό ξαναγύρισε στην κανονικότητά του, με τη χωροφυλακή διαρκώς παρούσα ακόμα, και τους μισούς από τους νέους του χωριού να παίρνουν των ομματιών τους για Αυστραλία, Γερμανία, Αμερική, μερικοί δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ… Η μετανάστευση των Ελλήνων στο φόρτε της εκείνη την εποχή, που ερήμωσε χωριά και ύπαιθρο οριστικά και αμετάκλητα.

Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα. Μια πυκνή αλληλουχία συμβάντων και εικόνων, βαραίνει τη μικρή κοινότητα. Βαραίνει μαζί και τους ανθρώπους της. Τη Θάλεια Σούρπη μια γυναίκα κοντά 50 χρονών, γυναίκα του Ισίδωρου, μάννα της 15χρονης Βαγγελιώς ή Εύας, που ο άντρας της ήταν ο βοσκός που βρέθηκε τσακισμένος στο γκρεμό, από άγνωστη αιτία, εκείνες τις μέρες του κακού. Μικροπαντρεμένη με το ζόρι η Εύα, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης του 1954, γεννάει το μοναδικό της παιδί. Τι μανούβρες της γέννας επιχειρεί η μαμή του χωριού…

Το κορίτσι που γεννιέται είναι η Ισμήνη, ή Σμινιό. Που μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά, τη Θάλεια, αφού η μάνα της η Εύα, ένα πανέμορφο πλάσμα, ξεπορτίζει διαρκώς. Με ένα σαραβαλάκι αυτοκίνητο κατεβαίνει κάθε μέρα στη διπλανή πόλη, την Αμαλιάδα αφοσιωμένη σε ερωτοδουλειές. Η Σμινιώ ορφανή από πατέρα, με μια μάννα διαρκώς απούσα, που από ένα χρονικό σημείο φεύγει για άγνωστο προορισμό…
Και η Ισμήνη μένει να μεγαλώνει σαν αγρίμι του δάσους. Το δάσος του Περιστεριού είναι η καταφυγή, ο παράδεισός της, ένα θεσπέσιος κήπος στον οποίον βιώνει όλες τις μεγάλες στιγμές της εφηβείας. Από εκεί λες πώς αρχίζουν κι εκεί τελειώνουν όλα…για τη Σμινιώ..
(Το δάσος, μεγάλο μέρος του οποίου κάηκε φέτος στις φωτιές του Αυγούστου).

Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος ο συγγραφέας συμπυκνώνει με εξαιρετικό τρόπο, τη «Γένεση» του κόσμου του … Ένας κόσμος σκληρός, υπερβολικά φοβισμένος, κόσμος ριζωμένος σε φυσικό περιβάλλον, λουσμένος στη μαγεία των φωτοσκιάσεών του δάσους, που μεταδίδει στους ανθρώπους μεταφυσικές βεβαιότητες και τους μαθαίνει να επιβιώνουν σε μετέωρες ισορροπίες… Κόσμος περιβεβλημένος από γη και ύδωρ, μαγεία και πραγματικότητα, ένοχα μυστικά και κυρίως τολμηρά και ανομολόγητα όνειρα. Σε αυτό το σκληρό τοπίο του ελληνικού Νότου, που οι άνθρωποι δουλεύουν όλη μέρα στα χωράφια και στα κτήματα με τα ζωντόβολα, τα μαρτίνια και τα κοτερά τους, παρά την αταξία, υπάρχει μια «σειρά» που τρέφει το μύθο. Την καθορίζουν τα γνωστά και αυστηρά στερεότυπα της ελληνικής υπαίθρου. Γυναίκες-που γίνονται άνδρες στη δουλειά, υποτακτικές στο ρόλο-ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, άνδρες κουρασμένοι και καταθλιπτικοί, άντρες αφέντες, σε δεύτερο πλάνο πάντα, πίσω από τις κυρίαρχες ηρωϊδες, παιδιά και τσούπες… Παπάδες, με αποστολή τη «σωτηρία» της ψυχής των αμαρτωλών, «σαλεμένοι», κουτσομπόλες, χωροφύλακες… Ένας κόσμος που υπηρετεί την παράδοση, μυείται στα δρώμενά της, ακόμα και αν αμφισβητεί τα ελέη τους, κόσμος που πιστεύει τόσο στους Θεούς όσο και στους δαίμονες… Ένα στοιχείο μόνο δείχνει να συνέχει την μικρή κοινωνία, αυτό που αφορά τη θέση του απέναντι στην εξουσία της χωροφυλακής που κάνει πυκνές εφόδους στο χωριό.

Στη βάση του σκηνικού η ερωτική ιστορία της Εύας και του Πριονά, ενός εισαγγελέα που υπηρετεί στην πόλη, 15 χιλιόμετρα μακριά. Καρπός του έρωτα η Ισμήνη, η οποία όμως θεωρεί πατέρα της τον νεκρό βοσκό, σύζυγο της Εύας με παπά και κουμπάρο. Στην περιπλοκή αυτής της υπόθεσης, που περιλαμβάνει και μια δολοφονία, ο Γιώργος Ξένος δομεί το μυθιστόρημά του. Η ιστορία από μόνη της τροφοδοτεί την εξέλιξη, δεν είναι όμως αυτή που κάνει την ανάγνωση γοητευτική. Ο συγγραφέας άλλωστε ομολογεί δημόσια, πως η υπόθεση δεν τον ενδιαφέρει, απλά τον βοηθά να εξελίξει τη γραφή. Οι ήρωες έχουν σημασία, γι’ αυτόν, που οδηγούν από μόνοι τους την έκβαση του μύθου. Για την ηρωίδα του άλλωστε μου έγραψε τα παρακάτω:
"Η Ισμήνη, η πρωταγωνίστρια του έργου, με την εύφλεκτη αγκαλιά της και τις υπαρξιακές ανατροπές της, δεν είναι παρά ένα «πειραματικό Εγώ», φυλακισμένο σε μια ατέρμονη καθημερινότητα, που παρόλο που ζει και σκοντάφτει σʼ ένα σκοτάδι γεμάτο εμπόδια από το παρόν και το παρελθόν, διασώζεται σκεπτόμενη πως, όσο υπάρχει το «Εμείς», ο θάνατος δεν πλησιάζει."

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο συγγραφέας ακολουθεί την Ισμήνη στην ενήλικη ζωή της στην Αθήνα. Είναι μια από τις πιο διάσημες δικηγόρους της πρωτεύουσας, έχει κάνει ζηλευτή καριέρα, και μαζί χρήματα. Το χωριό μένει πίσω. Εκεί έχει απομείνει η γιαγιά Θάλεια, που θα καταφύγει στο γειτονικό μοναστήρι της Ανάληψης, όταν γεράσει, ανοϊκή πια. Και η Εύα, η μητέρα της Ισμήνης, βρίσκεται στις Βρυξέλες παντρεμένη με πλούσιο επιχειρηματία. Η Ισμήνη, έχει προλάβει να παντρευτεί κι αυτή και να πάρει διαζύγιο…
Ο συγγραφέας πριν μας παραδώσει την ηρωϊδα του χειραφετημένη και πετυχημένη Δικηγόρο, την περνά αριστουργηματικά-συμβολικά από το στάδιο συνειδητοποίησης του φύλου… Είναι ένα απόσπασμα από τα πιο ενδιαφέροντα του μυθιστορήματος, που με την παράθεσή του αλλάζει εντελώς την ατμόσφαιρα, για την ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζεται στο εξής, σε ένα εσώτερο πεδίο, η ηρωϊδα. «Η πρώτη αγάπη της Ισμήνης –γράφει-είχε δυο κίτρινες φολίδες στο κεφάλι και ένα σωρό μικροσκοπικά σημαδάκια στη ράχη…»

Το ξένοιαστο και απαλλαγμένο νευρώσεων αγρίμι του χωριού, είναι ήδη μια γυναίκα μόνη, που θέλει να κατακτήσει τα πάντα… Μεταμορφωμένη σε «άντρα» της ζωής της, μοιάζει στερημένη παρά το χλιδάτο των κατακτήσεών της. Μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει την επιστροφή… Με παλίνδρομη διάθεση ξεκινά για το χωριό, σαν ένα ταξίδι αναψυχής παρά νοσταλγίας. Δείχνει ότι δεν θέλει να θυμάται…Διχασμένη, «στραπατσαρισμένη» την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας , και ταυτόχρονα ρωμαλέα, αστραφτερή, απρόβλεπτη…
Στο τρένο για το ταξίδι της επιστροφής απολαμβάνει το «δρόμο» ξεκινώντας κατ’ αρχήν από τη γεωγραφία…

Στο τρένο θα γνωρίσει τον Αχιλλέα…. Τον «από μηχανής Θεό» του μυθιστορήματος, ένα σωτήρα σχεδόν και για την Ισμήνη και για τη λύση. Ο Αχιλλέας γίνεται το λιμάνι της, ο παράφορος έρωτας, εισαγγελέας όπως και ο Πριονάς, που συμπωματικά γνωρίζει λεπτομέρειες για τα «αστυνομικής υφής» παρελθόντα του βίου της… Στην λεωφόρο Όθωνος Αμαλίας της Αμαλιάδας, σε ένα σπίτι θα συναντηθούν…
Οι χαρακτήρες της ιστορίας εκπροσωπούν αρχετυπικά σχεδόν μοτίβα της ελληνικής κοινωνικής ζωής και της διαδρομής της-διαδρομών που έγιναν τα τελευταία 50 χρόνια… Ήρωες που ζουν στο χωριό το μαγικό ρεαλισμό παράλληλα με τους αυστηρούς κανόνες που πρέπει να διέπουν το βίο, στο πολιτικό και ηθικό πεδίο, ιδιαιτέρως όσον αφορά τα θηλυκά. Ήρωες εξελισσόμενοι, μεταφερόμενοι εκτός «σκηνής» από το χωριό στην πόλη, και από εκεί στην πρωτεύουσα, οι οποίοι υποσκάπτονται από τον συγγραφέα, αφήνονται να εμπλακούν στα γρανάζια της μοίρας και των νατουραλιστικών διαθέσεών του. Υπάρχει διαρκώς στο μυθιστόρημα ένας ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του πραγματικού και του αλλόκοτου, του παρελθόντος και του παρόντος, υπάρχουν αναδρομές, που οδηγούν σε ανατροπές από τις βεβαιότητες για τα πρόσωπα και τους ήρωες.. Όλα αυτά στην ράχη της ηρωϊδας Ισμήνης, που μοιάζει να μεταμορφώνεται διαρκώς.
Ο Γιώργος Ξένος δομεί το μύθο του πάνω σε ένα τρίσημο σύμβολο: Θάλεια-Εύα-Ισμήνη. Τρεις γυναίκες που διαπλέκονται ως φιγούρες πάσχουσες, η κάθε μια σύμβολο της εποχής της, με τις ιεραρχήσεις και τις αξίες της. Είναι η βάση της αφήγησής του, ο ρόλος της γυναίκας, έτσι όπως τον ξέρουμε να αλλάζει από μάνα σε κόρη. Εν αρχή η γιαγιά Θάλεια, που μισεί τα θηλυκά και τη μοίρα τους, μια φιγούρα που νομίζεις πως δραπετεύει από τις σελίδες του Παπαδιαμάντη. Η Μωραϊτισσα κυρά και μάννα, που υπομένει όμως γιατί πρέπει να βγάλει πέρα τη ζωή που της ανατέθηκε… Που καταλήγει ανοϊκή σε μοναστήρι…έχοντας απωλέσει και μνήμη και ταυτότητα.
Ακολουθεί η κόρη της Εύα που δρομολογεί τη ζωή της στα πρότυπα της μάνας, επειδή όμως δεν αντέχει τολμά την επανάσταση και ξεφεύγει… «Ο άνδρας της την έδερνε κι ας ήταν 6 μηνών έγκυος…» Το τίμημ της φυγής της σκληρό, η στέρηση της μονάκριβής της. Στη απόληξη αυτής της συνέχειας η Ισμήνη. Ένα πλάσμα χωρίς φύλο σχεδόν, μέχρι που αποφασίζει να επιστρέψει εκεί που ξεκίνησε, στο πατρικό, στα πατρογονικά.
Η ανατομία της ενδιαφέρουσα για το μοντέλο γυναίκας που γεννά ο συγγραφέας. Παραδομένη στο ένστικτο και την επιθυμία, οργανώνει μια απόκρυφη ζωή για να ανακαλύψει τα όριά της, κυλιέται στη χλόη και στα στρώματα με φαλλικά σύμβολα, ένας θηλυκός άντρας, και μαζί μια μικρή θεά, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα αλλά και γυναίκα εκ της οποίας ερρύη τα κρείτονα.

Ο Γιώργος Ξένος συνέλαβε με τους ΣΥΝΕΝΟΧΟΥΣ ένα εντελώς δικό του σχήμα κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, έγκυρο και ειλικρινές, βιωμένο δηλαδή, από την ελληνική πραγματικότητα.
Και μας έδωσε ένα πολύσημο μυθιστόρημα. Που κατά την δική μου εκτίμηση διαθέτει όλα τα μέσα μιας δημόσιας εξομολόγησης, την οποία επιχειρεί η γραφή για να ξορκίσει αυτά που τραυματίζουν είτε ως ενοχή είτε σαν στέρηση..
Με τον συγγραφέα γνωρίστηκα μέσω της γραφής, ιδιαίτερα δε μέσα από το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα. Διάβασα τους Συνένοχους από το δοκίμιο ακόμα, που αποτέλεσε για μένα μια ενδιαφέρουσα έκπληξη. Αναγνώρισα στην αφήγηση τον τόπο, αλλά και τα πρόσωπα των ηρώων-γυναικών πάνω στις οποίες έστησε το έργο του. Και φυσικά αναζητώντας το ιδεολόγημά του, κατέληξα στην άποψη ότι ο Ξένος, πρωτίστως ενδιαφέρεται για ένα τόπο, ου-τόπο, για την ουτοπία, ένα τοπίο μυστικό- στο οποίο μπορούν να χωρέσουν και τα ιερά και όσια και τα βέβηλα και τα παράδοξα… Όλα μαζί, διαπλεκόμενα με αλήθειες και ψέματα και κοινό παρανομαστή μιαν αυταπάτη... Η αιωνιότητα που πρέπει να κερδίσουμε, στις προθέσεις του, δια της βαθύτερης θέασης του έσω κόσμου, που μπορεί να είναι κοινός και συλλογικός, διαθέτοντας παράλληλα και μια μοναδική αυτονομία…
Η Ισμήνη, η απόληξη της γυναικείας αλυσίδας που οργανώνει στο μυθιστόρημα, είναι ένα πλάσμα μοναδικό που βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση. Στο νου της μια διαρκής ροή σκέψης, εικόνων και μνήμης που αναζητούν τρόπο να εκφραστούν. Χαρακτηρίζουν με μεγάλη σαφήνεια τον πόθο της αναζήτησης της ανάγκης για επιστροφή σε κάποιον χαμένο παράδεισο. Δεν ξέρω αν τον βρίσκει, το μυθιστόρημα δίνει τις συμβολικές απαντήσεις του, η ερμηνεία επαφίεται στην εκτίμηση του κάθε αναγνώστη ξεχωριστά.
Εκείνο που μπορώ με σαφήνεια να διατυπώσω για την ηρωϊδα, είναι ότι η Ισμήνη είναι μια πολίτης του συγχρόνου κόσμου, με καταπιεσμένες μνήμες. Γιατί οι γυναίκες από τις οποίες προέρχεται της έμαθαν ότι παράλληλα με τους περιορισμούς που έθεταν οι κανόνες του χωριού στο τι ένα θηλυκό επιτρέπεται να τολμήσει, έθεσαν και παρόμοια όρια στο τι δικαιούται να σκέφτεται…
Δεν αποτολμώ να «ψυχαναλύσω» τους ήρωες, έστω κι αν όλοι γνωρίζουμε ότι η ψυχανάλυση παραμένει για την προσέγγιση της λογοτεχνίας ένα από τα κυρίαρχα ερμηνευτικά όργανα. Και η γραφή του Ξένου μας δίνει «χέρι» για μια τέτοια απόπειρα, αφού στο έργο ψυχογραφεί διαρκώς τις τρεις γυναίκες του. Αφήγηση γεμάτη όνειρα, σύμβολα, μαγεία, ερωτισμό, όλη σχεδόν τη φροϋδική θεματολογία…
Κατά βάθος, αυτή η καταπιεσμένη μνήμη είναι η πηγή των νευρώσεών μας. Το πώς θα θεραπευθούμε είναι δουλειά της ψυχανάλυσης ίσως, μπορεί και της λογοτεχνίας. Το συμπέρασμά μου από τους Συνένοχους, ρευστό μεν, αισιόδοξο δε. Τίποτα από το παρελθόν δεν είναι παλιό, αν δεν έχει πεθάνει μέσα μας. Και τίποτε από το παρόν δεν είναι νέο, αν δεν το έχουμε καταλάβει και αποδεχθεί…ως αναγκαίο για τη συνέχεια.
Και η συνέχεια είναι το διηνεκές, χωρίς όρια στην τόλμη του να ζεις και ν’ αγαπάς για να μαθαίνεις… Η Ισμήνη θεραπεύεται με τον έρωτα και με την τόλμη της να επιστρέψει εκεί που απέθεσε το τραύμα… Η Εύα, θεραπεύτηκε νωρίς, επειδή τόλμησε την φυγή στην ελευθερία, πληρώνοντας ακριβό τίμημα. Εκείνη που δεν τα κατάφερε, είναι η Θάλεια, που παρέμεινε πιστή στη σύμβαση του ρόλου σε όλη της τη σκληρή ζωή… Η Θάλεια της άνοιας, που κλεισμένη στο Μοναστήρι, δεν θυμάται πια, δεν αγαπά, και δεν λυπάται… άρα δεν έχει πια θέση και ρόλο….
Ελένη Σκάβδη


*****************************


Ευη Πάλλα-Χρονοπούλου/Εκπαιδευτικός

Το λογοτεχνικό έργο του Γ. Ξένου «Οι Συνένοχοι», είναι ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα που δημιουργεί το κλίμα για προσωπικές αναζητήσεις, για τούτο και καταβροχθίζεται με λαχτάρα. Είναι ένα έργο γραμμένο με τον πλούτο της καρδιάς του δημιουργού, ένα έργο αξιέπαινης συγγραφικής ευαισθησίας.
Οι κεντρικοί ήρωες είναι απόλυτα προσδιορισμένοι, σμιλευμένοι στο εργαστήρι της ζωής, τραγικοί και συχνά ανασφαλείς, κάποτε έρμαια της σαγήνης πρωτόγονων ενστίκτων κι άλλοτε με εκρήξεις σε μια προσπάθεια δραπέτευσης από κάποιον αδυσώπητο κλοιό. Οι παράλληλοι ήρωες εμφαντικοί των κεντρικών, ξεφυτρώνουν από το πουθενά, εκπλήσσοντας. Αυτή η αναπάντεχη εναλλαγή των εικόνων και των δρώμενων, διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον, μαγνητίζει τον αναγνώστη, τον κρατά καθηλωμένο, καθιστώντας τον συμμέτοχο στην πλοκή του έργου.
Η Θάλεια, μια βασική ηρωϊδα, είναι η αιώνια μάνα της υπαίθρου, η τραγική μάνα…! Είναι ένα σύμβολο αναπαραγωγής των προκαταλήψεων του παρελθόντος και των άγονων στερεότυπων μιας αμφιλεγόμενης κοινωνικής πρακτικής.
Η Ισμήνη εξ άλλου, η εγγονή της, -η κύρια ηρωϊδα- ένας σύγχρονος άνθρωπος που νιώθει πως πατά σ’ ένα σαθρό παρελθόν, ακολουθεί την εποχή της άλλοτε παθιασμένη για μια επαγγελματική καταξίωση, άλλοτε μπλεγμένη στα δίχτυα ψυχοφθόρων αμφιβολιών, άλλοτε δέκτης εφήμερων απολαύσεων κι άλλοτε εγκλωβισμένη σε μια αδυσώπητη μοναξιά. Η αποξένωση από τον ίδιο της τον εαυτό, είναι το μοιραίο της τίμημα: η τραγική αποξένωση που μεταλλάσει το έργο του συγγραφέα σ’ ένα βαθύτατα υπαρξιακό μυθιστόρημα, ένα ψυχογράφημα μιας κοινωνίας που αποζητά απεγνωσμένα τη στερημένη της ευτυχία ως μοναδικό τεκμήριο επιβίωσης, χωρίς ποτέ να καταφέρνει να την αισθανθεί ή να την πλησιάσει.
Είναι ένα έργο με στέρεη δομή και ενδιαφέρουσα πλοκή, με μια γλώσσα ρέουσα, καθημερινή, επικοινωνιακή. Η αφήγησή του είναι γλαφυρή, εν μέρει ταξιδιωτική: αλλού μακροσκελείς περίοδοι – έκφραση της ταχείας εξέλιξης των γεγονότων-, αλλού κοφτές προτάσεις που διαβάζονται απνευστί, αλλού αργοί βηματισμοί και ανεβάσματα αισθητικής κλίμακας προς την κορύφωση, κι ύστερα σιωπές…! για να αφήνεται η φαντασία του αναγνώστη να αναζητεί τις δικές της νοητικές προεκτάσεις….!
Όλα τα παραπάνω είναι αριστοτεχνικά χρησιμοποιημένα και τοποθετημένα για να αναδεικνύουν το πολύπτυχο της ανθρώπινης προσωπικότητας, (τις ανάγκες, τα αισθήματα, τα ταμπού, τις εμμονές). Να επισημαίνουν το ρόλο των προκαταλήψεων στη διαμόρφωση μιας ακινησίας ιδεών που εντέλει επιβάλλεται στις μικρές κοινωνίες της Ελληνικής επαρχίας, της επιβαρυμένης, εκτός των άλλων ελλείψεων, κι από τα πάθη του εμφύλιου κι απ’ τους θρύλους, που ίσως ακόμα δεν έχουν ξεπεραστεί.
Από πλευράς παρουσίασης με την οποία ξεδιπλώνεται αυτό το ξεχωριστό έργο του Γιώργου Ξένου, το χάρισμα της κινηματογραφικής προσέγγισης των χώρων και των δράσεων, των στάσεων και των αξιών, είναι ομολογουμένως συναρπαστικό. Γι’ αυτό ζηλεύω, πράγματι, το ομολογώ. Ανασάλεψα μέσα μου την αναπαράσταση του «πολύτοπου» του Ξενάκη, με την ανθρώπινη κινητικότητα, τα στερεότυπα, τα πάθη και την αναζήτηση της λύτρωσης ως ιχνογραφία ελπίδας ζωής.

Εύη Πάλλα-Χρονοπούλου


*************************************

Για το μυθιστόρημα «Οι συνένοχοι»
«Αγαπητέ κύριε Ξένο,
….Eχετε ιδιαίτερο ταλέντο κάτι που δεν βλέπουμε συχνά. ….Η πλοκή του έργου σας και η γραφή σας γενικά είναι υψηλού επιπέδου!..»
Γλυκερία Δημητροπούλου
Υπεύθυνη εκδόσεων
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
9 Ιουνίου 2005 (E-Mail)

**********************************

Για το μυθιστόρημα «Οι συνένοχοι»
Αγαπητέ κ. Ξένο,

«…μια δομή και διαδρομή σαν της αρχαίας τραγωδίας….Η ιστορία του έργου κάθε άλλο παρά απλοϊκά μας ξετυλίγεται, μας σοκάρει, μας προβληματίζει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο…..Όλοι οι ήρωες, πρωταγωνιστές και μη, κερδίζουν τη συμπάθειά μας. Μέσα από έναν πλούτο λεξιλογίου…ανυπομονεί ο αναγνώστης να μάθει όλα τα μυστικά και να συμπληρώσει το πάζλ…..Η προσέγγιση του συγγραφέα τιμά τον αναγνώστη, σαν κοινωνό του σπουδαίου αυτού έργου….
…Περιμένω με αγωνία την αναμφισβήτητη εκδοτική του πορεία καθώς και επόμενα έργα σας. ….είμαι σίγουρη πως σύντομα θα πάρει τη θέση που του ανήκει στην Ελληνική μυθιστοριογραφία και όχι μόνο.
Έχετε το δικό σας τρόπο να διηγείστε και μας αφορά όλους!

Αντωνία Σταθακοπούλου / Ηθοποιός
Διευθύντρια ΚΔΑΠ Αμαλιάδας
Αμαλιάδα, 25/6/2005 (Χειρόγραφο)

***************************************


Για το μυθιστόρημα «Οι συνένοχοι»

Στο μυθιστόρημα οι «Συνένοχοι» ο συγγραφέας καταγράφει με την εντυπωσιακή οξυδέρκεια του μυαλού του και την απαράμιλλη ευθύτητα του χαρακτήρα του, τη βαθιά κοινωνική κρίση που μαστίζει την Ηλεία διαχρονικά.
Πλούσια λογοτεχνική διάρθρωση του κειμένου του, σε συνδυασμό με τη φαντασία του δημιουργού, βάζουν βαθιά το μαχαίρι σε φαινόμενα σήψης και προσβολής στους ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
….το έργο του, πηγή για προβληματισμό, μπορεί ν’ αποτελέσει βάλσαμο και εν συνεχεία εφαλτήριο για ανάταση στους ηθικής υπόστασης του ανθρώπου. Προϋπόθεση στους θα είναι πάντοτε η προσωπική και συλλογική προσπάθεια.
Το ύφος του είναι γλαφυρό, όχι απέριττο και αυστηρό, θα έλεγα ανεκτικό, σχετικά με τη συνταρακτικότητα των γεγονότων που περιγράφει. Δεν αλλοιώνει στους καθόλου την ανθρωποκεντρική διάσταση στους.
Το διάβασα δυο φορές. Την πρώτη για να τον γνωρίσω περισσότερο. Την δεύτερη να περπατήσω σ’ ένα ακόμη σκοτεινό μονοπάτι που οδηγεί στο φως, πολύ φως, ένα φως που φαίνεται δύσκολα με κλειστάνοιχτα τα μάτια. Φαίνεται στους πεντακάθαρα με ανοιχτά, φωτεινά ανθρώπινα μυαλά.
Μήπως κάπως έτσι δεν ξεκινάει και μια ζωή απ’ το σκοτάδι στο φως που εναλλάσσεται διαρκώς;
….εύχομαι στους «συνενόχους» να περπατήσουν, να φωτίσουν, να χάσουν, να κερδίσουν, να δημιουργήσουν, να αγαπηθούν και να ζήσουν.

Ανδρέας Λυκοκανέλος
Αναγνώστης
Αθήνα, 12 Ιουλίου 2005 (Χειρόγραφο)

***********************************

Για το μυθιστόρημα «Οι συνένοχοι»

Τι μου άρεσε και τι όχι (προσωπική άποψη)

Το θέμα υπέροχο, ανθρώπινο με ευαισθησία και ρεαλισμό. Η ιστορία έχει κάτι από όλους μας. Περιγράφεις πολύ ωραία τα συναισθήματα και τη νοοτροπία των ανθρώπων και έχεις πολύ πλησιάσει την ψυχοσύνθεση της γυναίκας, παρότι είσαι άντρας (έμφυτη ικανότητα ή προσωπική εμπειρία με πολλές γυναίκες;).
Το πρώτο μέρος του έργου έχει πολλές άγνωστες λέξεις (όταν το διάβαζα είχα και το λεξικό δίπλα μου). Αυτό με αποσπούσε από τη ροή των γεγονότων. Η περιγραφή της φύσης ήταν μεν υπέροχη, αλλά σε μεγάλη έκταση δε, που εμένα με κουράσει. Η εξέλιξη αργή, χωρίς ενδιαφέρον.
Στο δεύτερο μέρος άλλαξαν όλα. Η εξέλιξη ήταν γρήγορη και ενδιαφέρουσα, είχε αγωνία και με κρατούσε καθηλωμένη. Το διάβασα απνευστί. Πραγματικά με μάγεψε. Εύκολα νοήματα, κατανοητά, βαθιά και προσεγμένα. Ό,τι καλύτερο για μένα.
Μια ιστορία βαθιά, ανθρώπινη, με χαρακτήρες ανθρώπων συντηρητικών και παραδοσιακών, λόγω εποχής, και ένα νέο κορίτσι που ξεκινά τη ζωή της μέσα σε ένα κλίμα ασφυκτικό και καταπιεστικό. Η ηρωίδα αγαπιέται από τους δικούς της ανθρώπους, αλλά όχι από αυτούς που θα ήθελε. Δύσκολα χρόνια. Ο συγγραφέας καταγράφει με ρεαλισμό και ρομαντισμό συγχρόνως τους χαρακτήρες των ανθρώπων εκείνης της εποχής, αλλά και τη διαφορετικότητα της νέας γενιάς που θα ακολουθήσει, έχοντας ως ηρωίδα του την Ισμήνη. Η Ισμήνη θα βιώσει γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της, θα νιώσει συναισθήματα αγάπης, μίσους, απόρριψης, αποδοχής και όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω της καταγράφονται στην καρδιά και στο μυαλό της. Ενήλικη, θα «πετάξει» με το βαρύ αυτό φορτίο, κουβαλώντας το στην εξέλιξη της ζωής της.
Ο συγγραφέας με πολύ έξυπνο τρόπο, δεν καταθέτει στον αναγνώστη τις διεργασίες που γίνονται στο μυαλό και την ψυχή της Ισμήνης στα επόμενα χρόνια της ζωής της, αλλά τον οδηγεί στη φαντασία και την αναζήτηση, μέσα από την περιγραφή των γεγονότων και των πράξεων της ηρωίδας. Η πορεία της ζωής της ανοδική, αξιόλογη. Θα ζήσει πολλά. Και αργότερα ώριμη πια, θα ανοίξει την αγκαλιά της στον τόπο που φιλοξένησε τα παιδικά της χρόνια και με την συγχώρεση στην καρδιά, θα γαληνέψει τα επόμενα χρόνια της ζωής της.

Συγχαρητήρια
Με εκτίμηση και πολλές ευχές για το μέλλον
Αναστασία Ραυτοπούλου-Λυκοκανέλου
Email 3/8/2005

*******************************************


Με τους «Συνενόχους» πραγματοποιείς ένα συναρπαστικό ταξίδι από τα «Πέτρινα –εκείνα- χρόνια» στη σημερινή πραγματικότητα , όπου με περισσή ευαισθησία και ρεαλισμό, με πλούσιο λεξιλόγιο και άρωμα ανθρωπιάς αναδύονται κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα που σε κρατούν καθηλωμένο .
Η ιδιαίτερη λογοτεχνική διάρθρωση, πλοκή και γραφή - ταλέντο τελικά του συγγραφέα- σε συνδυασμό με την ικανότητα του να ξετυλίξει πολλές από τις παραμέτρους της ψυχοσύνθεσης της γυναικείας υπόστασης προσδίδει ποιότητα και αξία.
Γ. Γεωργακής/Καθηγητής
E mail: 29/8/2005

***************************************

Διαβάζω το βιβλίο σας « Οι συνένοχοι» και βυθίζομαι στο χτες , περπατώντας σε γνώριμα μονοπάτια, έχοντας στο νου μου μόνο ένα φευγαλέο άρωμα από κείνες τις δύσκολες εποχές –που δεν είναι πολύ μακριά. Με ρίζες από το Περιστέρι ( Μπεσερέ – χωριό της γιαγιάς μου ) και την Αμαλιάδα , είμαι επηρεασμένη, γοητευμένη από τη μαγεία που ασκεί ο λόγος σας πάνω μου και η πλούσια γλωσσική χρήση ξεχασμένων λέξεων που επιτυγχάνουν λεπτομερή περιγραφή της φύσης , απλών αντικειμένων που αποκτούν μιαν άλλη διάσταση, συναισθημάτων που βρίσκουν έκφραση και αδήλωτων προβληματισμών που έρχονται επιτέλους στο φως.
Εντυπωσιάζομαι από τη γνώση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, νοοτροπίας, διάθεσης , υπαρξιακής αναζήτησης ,
επιβίωσης, χοροχρονικής προοπτικής …
Ένα μυθιστόρημα συμπτώσεων που εύκολα σκαρώνει η ζωή και παρουσιάζεται μ’ έναν εξαιρετικό τρόπο προσέγγισης , παίζοντας σε πολλαπλά επίπεδα, δημιουργώντας ποικίλα συναισθήματα , ξεθάβοντας χαμένα μηνύματα και κώδικες που μυρίζουν νοσταλγία για το χρόνο που χάθηκε , για τη ζωή που χάνεται και που στο τέλος σου δίνει την κάθαρση και σε αφήνει να νιώσεις και εσύ ο ρομαντικός ή ο ρεαλιστής αναγνώστης τη γλυκόπικρη γεύση της ελπίδας και του ονείρου…

Ανδριάνα Πουρνάρα/Καθηγήτρια
E mail:29/8/2005

**********************************


Προχώρα βγάλτο. Το διάβασα. Ωραίο!
Μίμης Ανδρουλάκη
E mail: 5/11/2005

************************************


John Laliotis (Γιάννης Λαλιώτης) έγραψε:
Αγαπητέ Κύριε Γιώργο,
μόλις τελείωσα το διάβασμα των 'Συνενοχών' και η γνώμη και οι εντυπώσεις μου οσοναφορα το βιβλίο έχουν ως εξής:

Στο πρώτο μέρος η αφήγηση είναι πραγματικά πολύ καλή, οι εικόνες πολύ καλά ζωντανές και στημένες, η εξέλιξη γρήγορη και συνεχής, η ιστορία ενδιαφέρουσα και η εποχή που διαδραματίζεται έχει μια γοητεία και μια νοσταλγία που ταξιδεύει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα αν αυτός ανήκει στη νέα γενιά, σε μια εποχή που ποτέ δεν έζησε ο ίδιος, αλλά την έζησαν άνθρωποι κοντινοί του. Αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον είναι η καθημερινότητα της προηγουμένης γενιάς, τον γονιών μας, καθώς και η διάπλαση των χαρακτήρων και των γεγονότων που γίνεται με τρόπο πολύ καλό και δουλεμένο ώστε να μας εισάγει στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Ήταν πολύ καλή η ιδέα να χωριστεί η ιστορία σε 2 μέρη οπού το πρώτο δεν είναι απλά μια εισαγωγή για το δεύτερο, είναι ταυτόχρονα και μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία με ήρωες από προηγούμενες δεκαετίες. Το γεγονός πως διαδραματίζεται στα μέρη που ζούμε είναι ένα ακόμα στοιχείο που αν μη τι άλλο, τραβάει την προσοχή, εξάπτει την περιέργεια και κάνει τις εικόνες πιο ζωντανές, αληθινές και οικείες. Τουλάχιστον σε μένα και στο αναγνωστικό κοινό της περιοχής μας.
Στο δεύτερο μέρος συναντάμε την ηρωίδα του πρώτου, που έχει πια μεγαλώσει και την ακολουθούμε στις συναισθηματικές διακυμάνσεις και περιπέτειες, άρρηκτα συνδεδεμένες με τα γεγονότα και τις εμπειρίες που έζησε ως μικρή στο πρώτο μέρος. Εξωτερικά, είναι μια γυναικά με χαρακτηριστικά που όλοι λίγο πολύ θα ζήλευαν. Όμορφη, μορφωμένη, γνωστή, επιτυχημένη. Εσωτερικά όμως είναι ανήσυχη και ο χαρακτήρας της έχει πλαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε στις σκέψεις τις, τις εμπειρίες τις, τις ιδέες της και τις αγωνίες της να μπορεί εύκολα κάποιος να βρει κάτι αντίστοιχο δικό του και να ταυτιστεί μαζί της. Αυτό έχει μεγάλη σημασία μιας και η σύνθεση και η ταλάντωση της συναισθηματικής της κατάστασης προσφέρονται ώστε σε πολλά μέρη του δευτέρου μέρους να μπορέσει ο αναγνώστης να βρει κοινά στοιχειά με την ηρωιδα. Με μια φράση, η Ισμήνη είναι ταυτόχρονα ένας άνθρωπος πρότυπο κι ένας άνθρωπος αντιπροσωπευτικός της σύγχρονης κοινωνίας. Πρότυπο λόγω της επαγγελματικής και κοινωνικής της θέσης, αντιπροσωπευτική λόγω των εσωτερικών της ανησυχιών που κουβαλά και που σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό έχουν πολλά κοινά σημεία με τις συναισθηματικές ταλαντώσεις των συγχρόνων ανθρώπων, γυναικών και αντρών (άλλο ένα σημείο που δείχνει τον ενδελεχώς δουλεμένο εσωτερικό κόσμο της Ηρώνδας). Η τελευταία πρόταση μπορεί να ισχύσει και ξεχνώντας προς στιγμή τα γεγονότα και πρόσωπα που σημάδεψαν την Ισμήνη (τη γιαγιά της, τη μητέρα της, την υπόθεση Πριονά) και που όπως είναι φυσικό εξειδικεύουν την Ηρωίδα και επιτρέπουν στον αναγνώστη εκτός από το να βρίσκει κοινά σημεία μαζί της, να παρακολουθεί και την προσπάθεια της Ισμήνης να βάλει σε μια τάξη το δικό της παρελθόν, παρόν και μέλλον και να περιμένει με αγωνιά, υστέρα από μια μακρά συναισθηματική περιπλάνηση, την αποκατάσταση των σχέσεων των Συνενοχών, η οποία έρχεται τελικά και είναι λυτρωτική.
Με αλλά λόγια λοιπόν, η πλοκή και οι χαρακτήρες αρκετά ενδιαφέροντες και αληθινοί. Ίσως όμως σε ελάχιστα σημεία του δευτέρου μέρους, οι συναισθηματικές περιπλανήσεις της Ισμήνης να ήταν κάπως πιο εκτεταμένες που έκαναν δύσκολο για τον αναγνώστη να ακολουθήσει τους συνειρμούς και τις μεταπτώσεις της ηρωίδας. Όλα όμως, έχουν το σκοπό τους...

*******************************

Ψυχική ανάταση και ανάσταση οι στοίχοι σας…!!!
Με συντροφεύουν την νύχτα…
Είθε η σκέψη σας να μας δίνει δύναμη να πετάμε μακριά από την καθημερινότητα!
Ελπίζω να είστε καλά!!!
Πολλά φιλιά!
Άννα Ξένου
Συγγραφέας

*********************************